Απο την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Πρέπει να έχει πια γίνει φανερό σε κάθε επαρκούς νοημοσύνης Ελληνα: Η αχίλλειος πτέρνα του σημερινού πρωθυπουργού είναι οι αξιολογήσεις του, η από μέρους του εκτίμηση της ανθρώπινης ποιότητας.
Εχει τάσεις αυτοκαταστροφικές στην πρόκριση των συνεργατών του. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ο αριθμός των σκανδάλων που προκάλεσαν πρόσωπα της επιλογής του αποτελεί ρεκόρ μετά πατάγου. Και πιο κραυγαλέα είναι τα σκάνδαλα της ανικανότητας παρά της διαφθοράς. Παρ’ όλο που οι ολέθριες επιπτώσεις της ανικανότητας δεν έχουν για τα ΜΜΕ φαντασμαγορικό ενδιαφέρον.
Τα αίτια της μοιραίας αυτής αδυναμίας του πρωθυπουργού θα μπορούσε να τα εξιχνιάσει μόνο έμπειρος, απροκατάληπτος μελετητής, με δυνατότητες άμεσης πρόσβασης στη διαδρομή του ιδιωτικού του βίου και μακρών μαζί του συζητήσεων. Από υπαινιγμούς του Τύπου έχουμε οι πολίτες την εικόνα ενός μάλλον άφιλου ανθρώπου, ευγενικού, αξιοπρεπούς, αλλά αμυντικά κλειστού. Δεν μοιάζει να εμπιστεύεται σκέψεις και απόψεις του, σίγουρα θεωρεί επικίνδυνο να εξωτερικεύσει ερωτήματα και αβεβαιότητες, πρέπει να έχει νεκρώσει πολύ έγκαιρα τις ευαισθησίες του και να μην αρέσκεται σε θεωρητικούς προβληματισμούς. Λέγεται ότι οι κοινωνικές αναστροφές του περιορίζονται σε λαϊκότροπες ψυχαγωγικές εκτονώσεις και μόνο.
Για να αναλύσουμε την έκδηλη αποτυχία του στην εκτίμηση της ανθρώπινης ποιότητας δεν έχουμε παρά τα κριτήρια που διαφαίνονται στις επιλογές του. Και τα κριτήρια αυτά, με δεδομένη την ηλικία του και την κατάρτισή του, εκπλήσσουν: είναι σε απίστευτο βαθμό αναχρονιστικά, φοβοπαθή και τελικώς αυτοκαταστροφικά. Επιλέγει τους επιτελείς του και τα στελέχη που θα ασκήσουν την πολιτική του αποβλέποντας (ολοφάνερα) όχι στις λειτουργικές ανάγκες, αλλά μόνο σε ενδοκομματικές σκοπιμότητες. Ωσάν να μην τον ενδιαφέρει να χρησιμοποιήσει ανθρώπους ικανούς και προετοιμασμένους για τις απαιτήσεις του έργου που αναλαμβάνουν, να μην τον απασχολεί η ανάγκη να συντελεστεί έργο, να πραγματωθούν στόχοι. Οι επιλογές του δείχνουν να θέλει μονο να βολέψει εσωκομματικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις, να εξασφαλίσει τον έλεγχο του κόμματος μοιράζοντας μικροφέουδα εξουσίας.
Εχουν χιλιογραφεί αυτές οι διαπιστώσεις. Υστερα από την εικοσάχρονη λοιμική του σοσιαλεπώνυμου αμοραλισμού και του «συνασπισμένου» μηδενισμού, ανέλαβε να «επανιδρύσει» το διαλυμένο κράτος ο σημερινός πρωθυπουργός με κριτήριο επιλογής των επιτελών του προσωπικούς του δεσμούς κομματικούς και συγγενικούς. Υπουργεία, διοικήσεις δημόσιων οργανισμών, θέσεις κεντρικής σημασίας για τη λειτουργία του κράτους και την ανασύσταση κοινωνικής συνείδησης προσφέρθηκαν σε πρόσωπα προκλητικής έως και κωμικής ανικανότητας ή κραυγαλέας μετριότητας μόνο γιατί αυτά βρέθηκαν συμπτωματικά στο πρωθυπουργικό «περιβάλλον».
Ακόμα και οι κρισιμότεροι τομείς: η εξωτερική πολιτική και η οικονομία αποδείχθηκαν πεδία συμβιβασμού με φτηνά κριτήρια αναχρονιστικού επαρχιωτισμού. Ωσάν να έχει εκλείψει όχι μόνο κάθε αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, όχι μόνο η συνείδηση ιστορικής και πολιτισμικής αξιοπρέπειας μιας ολόκληρης κοινωνίας, αλλά μοιάζουν χαμένα και τα αντανακλαστικά πολιτικής αυτοσυντήρησης του κεντρικού διαχειριστή της εξουσίας, κάθε προσωπική του φιλοδοξία δημιουργίας και υστεροφημίας.
Κοντολογίς πολιτεύεται ο σημερινός πρωθυπουργός με νοοτροπία και πρακτικές που ακόμα και πριν από μισό αιώνα ο περιώνυμος θείος του είχε με εκπλήσσουσα τότε τόλμη αποποιηθεί. Δεν διέθετε μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό στην Αμερική ο διάσημος πρόγονος, ήξερε όμως (πρώτη αυτός γενιά μετοικεσίας από το χωριό στην πρωτεύουσα) να οσμίζεται την ποιότητα: Επέλεγε για συνεργάτες του προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης, ο Δημήτρης Πικιώνης, συναναστρεφόταν τον Δημήτρη Χορν, τον Αλέξη Μινωτή, τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Νίκο Πολίτη. Δεν φοβόταν την ανθρώπινη ποιότητα, γιατί είχε ο ίδιος μεγάλες γόνιμες φιλοδοξίες, καίριους δυσκατόρθωτους στόχους. Και οι φιλοδοξίες απαιτούν συνεργάτες και συνομιλητές με ανάστημα, ενώ οι κοντόφθαλμες «βελτιώσεις» που υπαγορεύει η διαχειριστική ατολμία βολεύονται με ανθρωπάκια και φιλαράκια.Αλλο πράγμα ο ηγέτης, άλλο ο γλίσχρος διανεμητής αξιωμάτων. Ο ηγέτης έχει στόχους, πείσμα, ξεχωρίζει τα ουσιώδη από τα επουσιώδη, τα καίρια από τα περιθωριακά. Οταν θέλει να ξαναστήσει πανεπιστήμια στη χώρα τολμάει τομές, έστω και αν οι συντεχνίες των συμφερόντων επιμείνουν δύο και τρία χρόνια σε γκαγκστερικές «καταλήψεις». Οταν θέλει ο ηγέτης να λύσει το ασφαλιστικό, δεν γελοιοποιείται μαγειρεύοντας «διαλόγους» της κρατικής ανειλικρίνειας με τις συντεχνιακές δολιότητες, αλλά επιστρατεύει την κορυφαία ποιότητα των ειδικών και θέτει σε δημοψήφισμα τις προτάσεις της.
Ο ηγέτης μπορεί να ξεχωρίζει την πολιτική από τη μικρομπακαλική, γι’ αυτό και η τόλμη των φιλοδοξιών του φτάνει ώς τη λεπτομέρεια – ακριβώς επειδή αφορά στα καίρια και ουσιώδη. Δεν είναι ηγέτης αυτός που στέλνει θλιβερά κομματανθρωπάκια να εκπροσωπήσουν την ευθύνη της ελληνικότητας στο Ευρωκοινοβούλιο ή στελεχώνει την κυβερνητική πολιτική στην παιδεία, στη διπλωματία, στον πολιτισμό με προκλητικούς για την ευαισθησία των ψηφοφόρων του προπαγανδιστές απάτριδος «εκσυγχρονισμού».
Κάποιες δημοσκοπήσεις από καιρό σε καιρό (όπως η τελευταία της «Καθημερινής» στις 30.12.2007) κραυγάζουν την αντίθεση της κοινωνικής πλειοψηφίας στην κυβερνητική πολιτική που αδιαφορεί για τη συλλογική αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό των Ελλήνων. Αλλά η μετρημένη σε αριθμούς αντίθεση δεν ακυρώνει τον στρουθοκαμηλισμό, δεν προκαλεί την κυβέρνηση να τολμήσει ειδικότερη απογραφή της διαφαινόμενης απόγνωσης και οργής των ψηφοφόρων που την έφεραν στην εξουσία. Να πληροφορηθεί με αριθμούς και ο πρωθυπουργός αν την εξουσία την οφείλει στο αναμφισβήτητο ρητορικό του ταλέντο και στη λαϊκίστικη κενολογία των επαγγελιών του ή μήπως την οφείλει μόνο στη δραματική (κωμικοτραγική) ολιγότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στον νωπό εφιάλτη της εικοσάχρονης μηδενιστικής λοιμικής, της σοσιαλεπώνυμης.
Αυτό που μάλλον δεν συγχωρούν οι απεγνωσμένοι και οργισμένοι ψηφοφόροι, είναι ο εκπασοκισμός του κυβερνώντος σήμερα κόμματος. Τον κληρονόμησε η σημερινή ηγεσία, αλλά και συνεπέστατα τον υιοθέτησε, τον συνέχισε, τον προήγαγε.
Το καίριο ιστορικό της ατόπημα είναι ότι εξάλειψε έτσι από την ελληνική κοινωνία την ελπίδα εναλλακτικής πολιτικής αντιπρότασης στον ακκιζόμενο σαν «προοδευτικό» αμοραλισμό και μηδενισμό. Δεν έχει αντιπρόταση η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος, γι’ αυτό δεν έχει και κριτήρια αξιολόγησης της ανθρώπινης ποιότητας. Ομως, το ενδεχόμενο αλλαγής των κομματικών ηγεσιών το διαχειρίζονται σήμερα πια τα τηλεοπτικά κανάλια, η θεαματικότητα του χαβαλέ. Είδαμε κιόλας θριαμβικά επικρατέστερο υποψήφιο αρχηγό της «συνασπισμένης» τού καριερισμού συντεχνίας τον εκλεκτό τού Αλ Τσαντίρ. Η δικτατορία της επιβολής εντυπώσεων.
(Για την αντιγραφή Κ.Λ.)
Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου