Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Θεωρίες για την κρίση

Με τον όρο οικονομική κρίση εννοείται μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρατεταμένη πτώση του ποσοστού κέρδους, τη μείωση των επενδύσεων, την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση της ζήτησης. Η μειωμένη ζήτηση, με τη σειρά της προκαλεί περαιτέρω μείωση των κερδών, ή και ζημίες στις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται μια καθοδική κίνηση σε όλα τα μεγέθη που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα (επενδύσεις, κέρδη, ζήτηση, απασχόληση). Μια αύξηση των επιτοκίων δανεισμού λόγω της αυξανόμενης ζήτησης χρήματος από την πλευρά των επιχειρήσεων που πιέζονται να ανταπεξέλθουν στις υποχερώσεις τους, λειτουργεί επίσης ανασταλτικά ως προς τις επενδύσις και οξύνει την κρίση.
Πριν προχωρήσουμε στα ερμηνευτικά σχήματα των οικονομικών κρίσεων που έχουν προταθεί στα πλαίσια της μαρξιστικής σκέψης, καλό είναι να ορίσουμε τα μεγέθη εκείνα που εκφράζουν το ύψος της παραγόμενης αξίας και το ποσοστό κέρδους.

Ι. Ορισμοί μερικών βασικών μεγεθών

Η νέα (προστιθέμενη) αξία Υ που δημιουργείται σε έναν παραγωγικό κύκλο, συνδέεται με την αξία V της εργατικής δύναμης (χρηματική έκφραση: εργατικός μισθός) και με την αποσπώμενη υπεραξία S (χρηματική έκφραση: μη παραγωγικοί μισθοί + κέρδος), μέσω της σχέσης:

Υ = V + S (1)

Μέρος της αποσπώμενης υπεραξίας S αφενός καρπώνεται ως καθαρό κέρδος Ρ από τον καπιταλιστή και αφετέρου διανέμεται, ως αξία U, σε μη παραγωγικούς μισθούς για τη συντήρηση οργάνων αναπαραγωγής της ταξικής κυριαρχίας (μισθοί στρατιωτικών, αστυνομικών κλπ). Ισχύει επομένως ότι:

S = Ρ + U (2)

Και το σύνολο των μισθών W, για παραγωγική και για μη παραγωγική εργασία, είναι:

W = V + U (3)

Τώρα θα ορίσουμε τρία μεγέθη που εμφανίζονται συχνά στις θεωρίες των κρίσεων: την παραγωγικότητα της εργασίας y, το ποσοστό υπεραξίας r και το ποσοστό κέρδους ρ.
Η παραγωγικότητα της εργασίας ορίζεται ως το πηλίκο του όγκου της παραγωγής Q (νοούμενη ως ποσότητα προϊόντων ή ως χρηματική τιμή αυτών) προς τον αριθμό των εργατοωρών L που δαπανήθηκαν για την παραγωγή τους, δηλαδή:

y = Q / L (4)

Το ποσοστό υπεραξίας r είναι το πηλίκο υπεραξίας προς αξία εργατικής δύναμης, δηλαδή:

r = S / V (5)

Το ποσοστό κέρδους ρ είναι το πηλίκο υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο που επενδύθηκε. Το επενδυθέν κεφάλαιο είναι η αξία μηχανολογικού εξοπλισμού c συν την αξία της εργατικής δύναμης V. Αυτό εκφράζεται ως:

ρ = S / (c + V) (6)

Η παραπάνω σχέση ισχύει αν θεωρήσουμε αμελητέο το U (μη παραγωγικοί μισθοί). Αν το U ληφθεί υπόψη, τότε το S στον αριθμητή αντικαθίσταται από το Ρ.
Διαιρώντας κατά μέλη με V τη σχέση (6), βρίσκουμε τελικά ότι:

ρ = r / (g + 1) (7)

όπου g είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, που ορίζεται ως:

g = c / V (8)

και εκφράζει το βαθμό εκμηχάνισης της παραγωγής.
Τέλος, αποδεικνύεται ότι το ποσοστό υπεραξίας r συνδέεται με την παραγωγικότητα y μέσω της σχέσης:

r = y / (V/L) – 1 (9)

Το V/L είναι το κόστος της εργατικής δύναμης ανά εργατοώρα και, σε χρηματική τιμή, ο ωριαίος μισθός.
Στα μεγέθη y, r και ρ εκφράζεται το πώς διανέμεται ο παραγόμενος πλούτος και, σε τελευταία ανάλυση, ο ταξικός συσχετισμός δύναμης. Μεγάλες τιμές των ρ και r, για παράδειγμα, μπορούν να σημαίνουν χαμηλούς εργατικούς μισθούς ή έντονη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Ένα μεγάλο y μπορεί να σημαίνει χαμηλούς μισθούς ή υψηλή αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, που με τη σειρά της υποδηλώνει μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου σε μηχανολογικό εξοπλισμό και, ακόμα, απολύσεις προσωπικού και ανεργία.
Έχοντας ορίσει τα παραπάνω μεγέθη, θα μπούμε στο κυρίως θέμα, που είναι οι θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις.

ΙΙ. Ερμηνευτικά σχήματα για τις οικονομικές κρίσεις

Στο ερώτημα για το ποιά είναι η αιτία των οικονομικών κρίσεων, έχουν προταθεί τρία ερμηνευτικά σχήματα από την οπτική της μαρξιστικής σκέψης: α) συμπίεση κερδών λόγω αύξησης μισθών, β) πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους λόγω μηχανοποίησης της παραγωγής και γ) υποκατανάλωση λόγω χαμηλών εργατικών εισοδημάτων.

ΙΙ.α. Συμπίεση κερδών λόγω αύξησης μισθών

Για σταθερό ύψος προστιθέμενης αξίας Υ, μια αύξηση του εργατικού εισοδήματος V επιφέρει μείωση της αποσπώμενης υπεραξίας, όπως μπορεί κανείς να δει από τη σχέση (1). Επομένως, αν δεν αλλάξει το σταθερό κεφάλαιο c, τότε, με βάση τη σχέση (6), αναμένεται πτώση (συμπίεση) του ποσοστού κέρδους. Και το ποσοστό κέρδους μπορεί ακόμα και να μηδενιστεί, ή να μετατραπεί σε ζημία, αν το V αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε ο ωριαίος εργατικός μισθός να υπερβεί την παραγωγικότητα της εργασίας, οπότε το ποσοστό υπεραξίας γίνεται αρνητικό (βλ. σχέση (9)), που σημαίνει αρνητική υπεραξία, δηλαδή ζημίες για τον καπιταλιστή. Σε μια τέτοια περίπτωση επέρχεται κρίση, με τα συμπτώματα που περιγράψαμε παραπάνω. Μια μεγάλη αύξηση των εργατικών μισθών μπορεί να επέλθει ως αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων, οι οποίοι ευνοούνται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, ή αλλιώς αυξημένης ζήτησης εργατικών χεριών από πλευράς κεφαλαίου.
Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα των κρίσεων συχνά παραπέμπει σε μια αντίληψη περί κυκλικότητας των καπιταλιστικών κρίσεων. Πιο συγκεκριμένα, στη φάση της κεφαλαιακής συσσώρευσης προβλέπονται μεγάλα κέρδη, αυξημένη ή και πλήρης απασχόληση, και αυξητική τάση μισθών. Όταν οι μισθοί αυξηθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε η παραγωγική επένδυση να είναι ασύμφορη, επέρχονται η μείωση των επενδύσεων, της παραγωγής και της απασχόλησης, καθώς και η μείωση των μισθών. Και όταν πια ο εργατικός μισθός «πατώσει», τότε, με βάση τη σχέση (6), το ποσοστό κέρδους γίνεται πάλι υψηλό, οπότε οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για έναν νέο κύκλο επενδύσεων και κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Η οικονομική ύφεση των μέσων της δεκαετίας του’ 70, ερμηνεύτηκε από ορισμένους μαρξιστές οικονομολόγους με βάση το ερμηνευτικό σχήμα της συμπίεσης κερδών λόγω αύξησης των εργατικών εισοδημάτων κατά τη δεκαετία του’60. Ακολουθώντας την ίδια γραμμή σκέψης, ο Βαλερστάιν θεωρεί ότι η σημερινή παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται σε συστημική κρίση λόγων των παρακάτω τριών αιτιών που συμπιέζουν την κερδοφορία του κεφαλαίου: 1) άνοδος των τιμών των πρώτων υλών, 2) άνοδος των μισθών κυρίως στις μη ανεπτυγμένες καπιαλιστικές οικονομίες λόγω εξάντλησης των περιοχών όπου το κεφάλαιο μπορεί να βρει εργατική δύναμη με χαμηλό κόστος και 3) αύξηση των κοινωνικών δαπανών άρα και των φόρων για να διατηρείται η πολιτική σταθερότητα.
Υπάρχουν όμως άλλοι που βρίσκουν κάπως ενοχλητικό αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, διότι φαίνεται να παραπέμπει σε μια λογική του τύπου «όποιος απεργεί προκαλεί οικονομική κρίση και ανεργία, άρα καλύτερα να καθήσει στα αυγά του». Εξ άλλου, η αύξηση της παραγωγικότητας ως αποτέλεσμα της εισαγωγής νέων τεχνολογιών, που δεν λαμβάνεται υπόψη σε αυτήν την προσέγγιση των αιτίων των κρίσεων, μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας σε αρκετά μεγάλο βαθμό ώστε να υπερκεραστεί η ανοδική τάση των εργατικών μισθών και να παραμείνει το r θετικό (βλ. σχέση (9)), οπότε αποσπάται υπεραξία και εξασφαλίζεται ένα ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να δούμε το ρόλο της τεχνολογίας στην παραγωγή και να εξετάσουμε το δεύτερο ερμηνευτικό σχήμα για τις οικονομικές κρίσεις.

ΙΙ.β. Πτωτική τάση ποσοστού κέρδους λόγω εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας

Για να γίνει η καπιταλιστική επιχείρηση ανταγωνιστική και να κερδίσι αγορές, χρειάζεται την τεχνολογική καινοτομία, που θα της επιτρέψει να αυξήσει την παραγωγικότητα και να μειώσει το κόστος των προϊόντων. Αξιοποίηση της τεχνολογικής καινοτομίας σημαίνει πρόσθετες δαπάνες για αγορά τεχνολογικού εξοπλισμού, άρα αυξηση του σταθερού κεφαλαίου και, με βάση τη σχέση (8), αύξηση της οργανικής σύνθεσης g. Αυτή η αύξηση των δαπανών μπορεί ωστόσο να οδηγήσει, βραχυπρόθεσμα, σε αυξημένα κέρδη λόγω αύξησης της παραγωγικότητας y. Ωστόσο η μοίρα της τεχνολογίας είναι να διαχέεται και να γίνεται κτήμα όλο και περισσότερων επιχειρηματιών. Αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση που πρώτη επωφελήθηκε από τη νέα τεχνολογία, αναμένεται να χάσει το πλεονέκτημα σε βάθος χρόνου, να χάσει επομένως μερίδιο της αγοράς, με αποτέλεσμα να μειωθεί το ποσό της αποσπώμενης υπεραξίας S που μετατρέπεται σε κέρδος. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του c οδηγεί στη μείωση του ποσοστού κέρδους ρ, όπως φαίνεται από τη σχέση (6). Η μείωση αυτή μπορεί να είναι μεγαλύτερη, αν αυξηθούν τα έξοδα U για μη παραγωγικές εργασίες (εποπτεία της παραγωγικής διαδικασίας), οπότε μειώνεται ακόμα περισσότερο το καθαρό κέρδος Ρ (βλ. σχέση (2)). Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε η μακροπρόθεσμη τάση της καπιταλιστικής οικονομίας είναι η μείωση των ποσοστών κέρδους, ή και του συνολικού ύψους κερδών, λόγω αύξησης του σταθερού κεφαλαίου. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος, ότι η συνεχής τεχνολογική καινοτομία μπορεί να διατηρήσει υψηλά ποσοστά κέρδους. Εν πάση περιπτώσει, το κριτήριο για το κατά πόσον οι δαπάνες σε μηχανικό εξοπλισμό οδηγούν σε ικανοποιητικά ποσοστά κέρδους, είναι το κατά πόσον ο ρυθμός αύξησης του y οδηγεί, με βάση τη σχέση (9), σε ρυθμό αύξησης του ποσοστού υπεραξίας r μεγαλύτερο του ρυθμού αύξησης του g. Σε αυτήν την περίπτωση, το ποσοστό κέρδους αυξάνεται, όπως δείχνει η σχέση (7). Στην αντίθετη περίπτωση, αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου προκαλεί μείωση του ποσοστού κέρδους.
Έχει υποστηριχτεί η θέση ότι η παρατεταμένη κρίση της τελευταίας τριακονταπενταετίας, τον παροξυσμό της οποίας βιώνουμε τους τελευταίους μήνες, οφείλεται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Αυτή η πτώση έστρεψε τους καπιταλιστές σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες, με τις γνωστές για τον πολύ κόσμο δυσάρεστες συνέπειες.
Οι θεωρίες συμπίεσης κερδών λόγω αύξησης μισθών και πτωτικής τάσης ποσοστού κέρδους λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μπορούν να συνδυαστούν σε μια ενιαία θεωρία πτώσης του ποσοστού κέρδους. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, στην ανοδική φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, οι μισθοί αυξάνονται, οπότε οι καπιταλιστές καταφεύγουν στην τεχνολογική καινοτομία, αυξάνοντας έτσι την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Αυτό αυξάνει τα ποσοστά κέρδους, λειτουργεί ανασταλτικά ως προς το συνολικό ύψος των μισθών και την απασχόληση και παράγει έναν εφεδρικό στρατό ανέργων που τείνουν να κρατήσουν χαμηλά τους μισθούς. Όσο υπάρχουν περιθώρια αύξησης της παραγωγής και απορρόφησής της, τα κέρδη παραμένουν ικανοποιητικά αλλά και οι μισθοί έχουν περιθώρια ανόδου, στο βαθμό που η νέα τεχνολογία δεν ενσωματώνεται άμεσα στην παραγωγή, αλλά και στο βαθμό που παράγονται νέες θέσεις εργασίας στους τομείς παραγωγής μηχανημάτων. Όταν όμως δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για προσοδοφόρα αύξηση της παραγωγής, τότε τα ποσοστά κέρδους μειώνονται, οι επενδύσεις σταματούν, η ανεργία αυξάνεται και οι εργατικοί μισθοί μειώνονται, οπότε εκδηλώνεται η οικονομική κρίση, μέχρις ότου εμφανιστούν ξανά προοπτικές για κέρδη.

ΙΙ.γ. Υποκατανάλωση λόγω χαμηλού εργατικού εισοδήματος

Στη δεκαετία του’30, ο καπιταλισμός πέρασε μια βαθειά κρίση, με την ανεργία και την ανέχεια να μαστίζουν μεγάλες μερίδες του κόσμου. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι λόγω των χαμηλών μισθών η παραγωγή δεν μπορούσε να απορροφηθεί, οπότε οι επιχειρήσεις δεν είχαν κίνητρο να επενδύσουν και σταμάτησαν τις εργασίες τους. Σε αυτήν τη γραμμή σκέψης κινήθηκε η κεϋνσιανή θεωρία για το ρόλο της ζήτησης στην οικονομική ανάπτυξη. Ανάλογος προβληματισμός διατυπώθηκε και από μαρξιστές οικονομολόγους, που έβλεπαν την κρίση ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, η αμοιβή της οποίας είναι περιορισμένη σε σχέση με την αξία που παράγει, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κενό ζήτησης και να μην απορροφάται το σύνολο της παραγωγής αγαθών. Με άλλα λόγια, δημιουργείται μια κατάσταση ανισορροπίας μεταξύ της σφαίρας της παραγωγής και της σφαίρας της κυκλοφορίας. Σε αυτά τα πλαίσια κινείται και η θεωρία της στασιμότητας των Μπάραν και Σουήζυ, οι οποίοι εστιάζουν στη μονοπωλιακή διάρθρωση της προχωρημένης καπιταλιστικής οικονομίας και στην πλεονεκτική θέση του μονοπωλιακού κεφαλαίου απέναντι στην εργατική τάξη. Το μονοπώλιο έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει την τιμή ανά μονάδα προϊόντος σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με την τιμή που διαμορφώνεται σε συνθήκες ανταγωνισμού. Από την άλλη πλευρά, λόγω περιορισμένης ζήτησης, μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου κεφαλαίου δεν μπορεί να διοχετευτεί στην παραγωγή και να απορροφηθεί από την κατανάλωση. Για να κρατήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, τα μονοπώλια επιλέγουν να μειώσουν το παραγωγικό τους δυναμικό και αυτή η πρακτική, όταν δεν οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις (οικονομικό κραχ), έχει ως συνέπεια την οικονομική στασιμότητα, με περιορισμένη επενδυτική δραστηριότητα, χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ανεργία. Αυτές οι θεωρίες υποκατανάλωσης όπως λέγονται, έχουν υποστεί έντονη κριτική από μαρξιστική σκοπιά, γιατί αφενός απομακρύνονται από το νόμο της αξίας και από την οπτική της παραγωγής εστιάζοντας προς την πλευρά της ζήτησης, και αφετέρου γιατί «βγάζουν» μια απαισιοδοξία ως προς τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να παρέμβει στη διανομή της παραγόμενης αξίας και να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο. Ωστόσο, η θεωρία της στασιμότητας των Μπάραν και Σουήζυ υπήρξε προφητική ως προς τη ροπή του καπιταλισμού προς την κρίση και την ύφεση, καθώς διατυπώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του’60, σε μια εποχή σχετικής ευμάρειας, όταν το κυρίαρχο ρεύμα οικονομικής σκέψης υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός είχε τάχα ξεπεράσει τις κρίσεις του και δεν έβλεπε αυτό που επακολούθησε από το’70 και μετά.

ΙΙΙ. Συμπεράσματα-συζήτηση

Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν υπάρχει, στα πλαίσια της μαρξιστικής σκέψης, ένα και μόνο ερμηνευτικό σχήμα που να εξηγεί όλες τις κρίσεις και να «θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες της κρίσης, που δεν είναι κατ’ανάγκην ασύμβατες μεταξύ τους και μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να συνδυαστούν. Είδαμε για παράδειγμα πώς μπορούν να συνδυαστούν οι δυο πρώτες (ΙΙα και ΙΙβ) ώστε να ερμηνεύσουν την πτώση του ποσοστού κέρδους, που είναι το βασικό σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης. Ο ίδιος ο Μαρξ είναι αυτός που πρώτος δούλεψε τα δυο αυτά ερμηνευτικά σχήματα. Θα πρέπει μάλιστα να αναφερθεί ότι στην πρώιμη φάση της σκέψης του έβλεπε τις κρίσεις να επαναλαμβάνονται περιοδικά, να είναι δηλαδή κυκλικές κρίσεις. Αργότερα εστίασε στην άνοδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και στην εξ αυτής συνεπαγόμενη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, με μακροπρόθεσμους όρους. Οι θεωρίες κρίσης υποκατανάλωσης εμφανίστηκαν αργότερα, από το 1930 και μετά.
Από την άλλη πλευρά, πιστεύω ότι η θεωρία της στασιμότητας σε συνθήκες μονοπώλησης της παραγωγής είναι συμβατή με τη θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας. Η εκμηχάνιση απαιτεί υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου και αυτό σημαίνει συγχώνευση επιχειρήσεων ή κλείσιμο των μικρών, επομένως σχηματισμό μονοπωλίων. Το μονοπώλιο μπορεί να διαμορφώσει τις τιμές των προϊόντων σε υψηλότερα επίπεδα, αντιμετωπίζοντας σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα της μείωσης κερδών λόγω αύξησης τρης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, με τίμημα όμως τη χαμηλή ζήτηση, τη χαμηλή απορροφητικότητα και τη στασιμότητα.
Και τα τρία ερμηνευτικά σχήματα στηρίζονται πάντως στη διανομή της παραγόμενης αξίας μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η διανομή καθορίζεται από τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, δηλαδή από την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Η εκμηχάνιση της παραγωγής και η συνεπαγόμενη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μπορούν να ειδωθούν ως επιλογή του καπιταλιστή να μειώσει το κόστος παραγωγής των εμπορευμάτων του και να περιορίσει την ισχύ του εργατικού κινήματος, δημιουργώντας έναν εφεδρικό στρατό ανέργων.
Παράγοντες όπως η αύξηση των πρώτων υλών ή η αχαλίνωτη κερδοσκοπία του χρηματιστικού κεφαλαίου, ασφαλώς οξύνουν μια οικονομική κρίση, χωρίς όμως να την προκαλούν από μόνες τους. Σύμφωνα με τη μαρξιστική προσέγγιση των κρίσεων, η βαθύτερη αιτία βρίσκεται στην ίδια τη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης, και στην αντίθεση των δυο βασικών παραγόντων που εμπλέκονται σ’αυτήν (εργασία και κεφάλαιο).