Ωραίο το ανεκδοτάκι με τον Σουζούκι.
Σας στέλνω ένα άρθρο μου για τη σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης που θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος των resistencias. Άμα έχετε χρόνο και διάθεση, ρίξτε του μια ματιά και πείτε μου τη γνώμη σας.
Γιώργος
50 χρόνια από την «Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης»
Μέσα στο 2007 κλείνουν 50 χρόνια από τότε που ο Πωλ Μπάραν, μέλος της συντακτικής ομάδας του βορειοαμερικάνικου περιοδικού «Μηνιαία Επιθεώρηση» (Monthly Review), δημοσίευσε το βιβλίο με τίτλο «Η Πολιτική Οικονομία της Υπανάπτυξης», που πραγματευόταν τους λόγους για τους οποίους οι χώρες του Τρίτου Κόσμου (Περιφέρεια) παρέμεναν φτωχές σε σχέση με αυτές του Πρώτου Κόσμου (Κέντρο). Το βιβλίο αυτό, κατά τις δεκαετίες του’60 και του’70, είχε ισχυρό αντίκτυπο στο παγκόσμιο αριστερό κίνημα και έδωσε ώθηση στο να αναπτυχθούν οι διάφορες «θεωρίες της εξάρτησης», οι οποίες με τη σειρά τους αντιμετώπισαν σφοδρή κριτική, από τα δεξιά και από τα αριστερά. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι τα θέματα που θίγονται σε αυτό το βιβλίο εξακολουθούν να μας αφορούν, ως αριστερούς που θέλουμε να καταλάβουμε το πώς λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία και σε ποιά κατεύθυνση μπορεί και πρέπει να αλλάξει ο κόσμος. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζεται η σκέψη του Μπάραν, όπως ξεδιπλώνεται στο συγκεκριμένο βιβλίο και στη συνέχεια γίνεται λόγος για το «Μονοπωλιακό Καπιταλισμό», που δημοσιεύτηκε το 1966 από τους Μπάραν και Σουήζυ και διαπνέεται από ανάλογες αντιλήψεις. Τέλος, γίνεται μια συζήτηση για την έννοια του «πλεονάσματος», που παίζει κυρίαρχο ρόλο στο έργο των δυο αυτών συγγραφέων, και που έχει γίνει αντικείμενο κριτικής από πολλούς, ως προς το περιεχόμενό της και την αναλυτική της ισχύ.
Η «Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης»
“De te fabula narratur” (μιλάμε για τη δική σου ιστορία), ή, σε ελεύθερη και μάλλον αυθαίρετη απόδοση, «εκεί που είσαι ήμουνα κι’εδώ που είμαι θα’σαι». Η φράση αυτή του Οράτιου, που σταχυολογείται από το Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», υποδηλώνει την οπτική του φιλοσόφου για την οικονομική εξέλιξη των μη ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών. Τα χρόνια όπου γράφονταν το «Κεφάλαιο» (μέσα του 19ου αιώνα), η Αγγλία ήταν η μόνη ανεπτυγμένη βιομηχανική δύναμη. Και η εκτίμηση του Μαρξ ήταν ότι και οι άλλες, οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, θα ακολουθούσαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το δρόμο της Αγγλίας. Με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα του «Κεφαλαίου», «η περισσότερο ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα δείχνει, στις λιγότερο ανεπτυγμένες, την εικόνα του μέλλοντός τους».
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ εστίασαν στην εκμετάλλευση των αποικιών από τις ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες, όμως δεν είδαν να ακολουθούν οι χώρες της περιφέρειας έναν δρόμο διαφορετικό από αυτόν που ακολούθησαν οι ανεπτυγμένες χώρες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ωστόσο, για έναν ερευνητή του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, υπήρχαν αρκετά στοιχεία που να διαψεύδουν αυτήν τη «γραμμική» αντίληψη περί οικονομικής ανάπτυξης. Το 1830, οι χώρες που σήμερα ονομάζουμε «περιφέρεια», κατείχαν το 60,9% του παγκόσμιου βιομηχανικού δυναμικού. Το ποσοστό αυτό ακολούθησε στη συνέχεια μια πτωτική τάση, για να φτάσει στο 6,5% το 1953. Η Κίνα, από το 33,3% του μεριδίου της παγκόσμιας βιομηχανίας που κατείχε το 1800, είχε μόλις το 2,3% λίγο μετά το 1950. Με άλλα λόγια, διευρύνονταν το χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, με όρους βιομηχανικού δυναμικού και παραγόμενου πλούτου, και τίποτα δεν έδειχνε ότι οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες θα έφταναν στο επίπεδο των χωρών της μητρόπολης.
Για μια μερίδα αστών οικονομολόγων, αυτό το χάσμα θα μπορούσε να καλυφθεί αν οι χώρες της περιφέρειας, που χαρακτηρίζονταν ως «υπανάπτυκτες» ή «αναπτυσσόμενες», ακολουθούσαν τους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας και προωθούσαν κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, υιοθετώντας τα πρότυπα των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών. Σε αυτήν τη θέση, διατυπώθηκε αντίλογος από τον Αργεντινό οικονομολόγο Ραούλ Πρέμπις, που επισήμανε ότι οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, που επιχειρούσαν να αναπτυχθούν οικονομικά εξάγοντας πρώτες ύλες προς τις χώρες του κέντρου και εισάγοντας βιομηχανικά προϊόντα απ’αυτές, σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας, έβλεπαν να διογκώνονται τα εμπορικά τους ελλείμματα και να υπονομεύεται η αναπτυξιακή τους προσπάθεια. Αυτή η παρατήρηση σημάδεψε τη Συνδιάσκεψη της Μπαντούνγκ (Ινδονησία) το 1955, όπου ιδρύθηκε το Κίνημα των Αδεσμεύτων και επισημάνθηκε η ανάγκη για μια εναλλακτική «τριτοκοσμική» οπτική απέναντι στα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και της υπανάπτυξης.
Σε αυτή τη συγκυρία εμφανίστηκε ο Μπάραν με την «Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης», όπου λάμβανε υπόψη τα δεδομένα και τους προβληματισμούς που εκτέθηκαν παραπάνω και διατύπωνε το εξής ερώτημα:
Γιατί οι καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες δεν προόδευσαν στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακολούθησαν ιστορικά άλλες καπιταλιστικές χώρες και γιατί σε εκείνες τις (καθυστερημένες) χώρες η οικονομική πρόοδος είναι είτε αργή είτε μηδενική;
Ο σημερινός αριστερός αναγνώστης ίσως να ενοχλείται από τους όρους «πρόοδος» και «καθυστέρηση», που υποδηλώνουν μια δυτικοκεντρική αντίληψη της παγκόσμιας ιστορίας και οικονομίας. Αν όμως θέσουμε ως επίπεδο αναφοράς τις οικονομικές επιδόσεις των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, έχει νόημα να χρησιμοποιούμε τους δυο παραπάνω όρους, όχι για να διατυπώσουμε αξιολογικές κρίσεις του τύπου ποιός βρίσκεται στο «σωστό» και ποιός στο «λάθος» δρόμο, αλλά ως έννοιες που βοηθούν να εκτιμήσουμε πού βρίσκονται, από πλευράς καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι χώρες της περιφέρειας σε σχέση με αυτές του κέντρου.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δίνεται μελετώντας το ιστορικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης των ανεπτυγμένων χωρών και, πιο συγκεκριμένα, στις συνέπειες της διείσδυσης του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού στον υπόλοιπο κόσμο. Σε αυτό το σημείο, ο Μπάραν διακρίνει δυο τύπους διείσδυσης: α) τον τύπο διείσδυσης των Άγγλων στη Βόρεια Αμερική και στην Αυστραλία, που οδήγησε σε μια αυτόνομη ανάπτυξη των αποικιών και β) τον τύπο διείσδυσης των Ευρωπαίων σε Λατινική Αμερική, Αφρική και Ασία, όπου υπήρχαν φυσικοί πόροι, καθώς και συχνά πολυπληθέστερες και πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες ιθαγενών. Σε αυτόν το δεύτερο τύπο οι Ευρωπαίοι λεηλάτησαν του φυσικούς πόρους που τους ενδιέφεραν και, μέσω της εργασίας των υποδουλωμένων πληθυσμών, μετέφεραν τεράστιο πλούτο από τις αποικίες προς τη μητρόπολη. Κατ’αυτόν τον τρόπο, οι οικονομίες των «δότριων» χωρών τροφοδότησαν τη βιομηχανική ανάπτυξη στην Ευρώπη, ενώ οι ίδιες παρέμειναν υπανάπτυκτες. Η ανάπτυξή τους εμποδίστηκε από τη φύση της καπιταλιστικής επέκτασης στην περιφέρεια και από τη διαμόρφωση ενός αυτοαναπαραγόμενου παγκόσμιου εκμεταλλευτικού οικονομικού συστήματος.
Κομβικό ρόλο στην ανάλυση του Μπάραν παίζει η έννοια του «οικονομικού πλεονάσματος», που εισάγεται για να ανασκευαστεί η κυρίαρχη ερμηνεία των αστών οικονομολόγων, που αποδίδουν την υπανάπτυξη της περιφέρειας σε παράγοντες όπως η έλλειψη κεφαλαίου, η έλλειψη τεχνογνωσίας, ο υπερπληθυσμός και άλλοι ανθρωπογεωγραφικοί παράγοντες.
Ως οικονομικό πλεόνασμα ορίζεται η διαφορά μεταξύ του παραγόμενου πλούτου και της κατανάλωσης. Κατά το Μπάραν, υπάρχουν τρία είδη οικονομικού πλεονάσματος:
1. Το «πραγματικό οικονομικό πλεόνασμα», που είναι ο παραγόμενος πλούτος μιας χώρας στις δεδομένες κοινωνικές και οικονομικές της συνθήκες μείον την κατανάλωση.
2. Το «δυνητικό οικονομικό πλεόνασμα», που είναι ο πλούτος που θα μπορούσε να παραχθεί στο δεδομένο φυσικό και τεχνολογικό περιβάλλον, αξιοποιώντας τους διαθέσιμους παραγωγικούς πόρους, μείον την κοινωνικά αναγκαία κατανάλωση.
3. Το «σχεδιοποιημένο οικονομικό πλεόνασμα», που ορίζεται με την ίδια λογική (παραγωγή μείον κατανάλωση), που όμως μπορεί να παραχθεί μόνο σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, με μια βέλτιστη διαχείριση τεχνολογικών και φυσικών πόρων, μέριμνας για το περιβάλλον και μέριμνας για το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού.
Οι χώρες της περιφέρειας μπορούν να έχουν ένα υψηλό δυνητικό πλεόνασμα, που θα τους εξασφάλιζε ανάπτυξη και ευημερία, όμως το πραγματικό τους οικονομικό πλεόνασμα είναι χαμηλό, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων που, σύμφωνα πάντα με το Μπάραν, συνιστούν τη «μορφολογία της οπισθοδρόμησης», η οποία, επιγραμματικά, συνίσταται σε: α) την ύπαρξη μιας ισχυρής ημιφεουδαρχικής τάξης γεωκτημόνων, β) την ευρεία διάδοση εμπορικών δραστηριοτήτων και τοκογλυφίας, γ) την ισχνή βιομηχανική αστική τάξη που εξαρτάται από το ξένο κεφάλαιο, καθώς η παρουσία των πολυεθνικών του κέντρου στον πρωτογενή και στο δευτερογενή τομέα των χωρών της περιφέρειας είναι έντονη ε) στον ανεπαρκή κρατικό μηχανισμό.
Ως συνέπεια αυτής της μορφολογίας της υπανάπτυξης, οι χώρες της περιφέρειας επίδίδονται σε μια οικονομία εξαγωγής πρώτων υλών και αγροτικών προϊόντων και εισαγωγής βιομηχανικών ειδών. Ένα τέτοιο μοντέλο οικονομικής δραστηριότητας ευνοεί τις πολυεθνικές του κέντρου, που χρειάζονται φτηνές πρώτες ύλες και αγορές για τα προϊόντα τους. Το αποτέλεσμα είναι η μεταφορά πλούτου από την περιφέρεια προς το κέντρο, που συνεπάγεται την παραγωγή χαμηλού πλεονάσματος στην πρώτη και υψηλού πλεονάσματος στη δέυτερη. Και η χώρα που έχει χαμηλό πλεόνασμα, δε μπορεί να προχωρήσει σε παραγωγικές επενδύσεις που θα αυξήσουν τον παραγόμενο πλούτο, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος χαμηλού πραγματικού πλεονάσματος και υπανάπτυξης. Με άλλα λόγια, η περιφέρεια δεν πραγματώνει το δυνητικό της πλεόνασμα και αυτή τη διαφορά μεταξύ δυνητικού και πραγματικού πλεονάσματος την καρπώνεται το κέντρο, που εξακολουθεί να πλουτίζει. Και αν κάποια χώρα της περιφέρειας επιχειρήσει να αναπροσανατολίσει την οικονομία της προς μια πιο παραγωγική κατεύθυνση, υπάρχει ο χωροφύλακας (οι ΗΠΑ), που με πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι πολλά, δε χρειάζεται να τα αναφέρουμε εδώ.
Για το Μπάραν, η λύση για το πρόβλημα της υπανάπτυξης της περιφέρειας δε βρίσκεται μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, αλλά στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των χωρών αυτών. Και το πρώτο βήμα για το σοσιαλισμό είναι η απεξάρτηση της χώρας από τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία και η ανάπτυξη με τις δικές της δυνάμεις και με βάση τις δικές της ανάγκες. Η περίπτωση της Κίνας και της Κούβας, είναι, πάντα σύμφωνα με το συγγραφέα, παραδείγματα προς μίμηση για όλες τις χώρες της περιφέρειας. Ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να έχει πολλές αμφιβολίες απέναντι σε αυτά τα «παραδείγματα προς μίμηση». Όμως η αφύπνιση των αποικιοκρατούμενων λαών τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και η ριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων της περιφέρειας, ήταν εξελίξεις που υπόσχονταν πολλά στην κατεύθυνση της αλλαγής του κόσμου.
Η έννοια του πλεονάσματος εμφανίζεται και στο «Μονοπωλιακό Καπιταλισμό» (Μπάραν και Σουήζυ 1966), η οποία όμως ορίζεται κάπως διαφορετικά σε σχέση με το Μπάραν 1957. Πιο συγκεκριμένα, ως (πραγματικό) πλεόνασμα ορίζεται «η διαφορά ανάμεσα σ’αυτό που παράγει μια κοινωνία και στο κόστος παραγωγής του». Οι έννοιες του δυνητικού και του σχεδιοποιημένου πλεονάσματος εγκαταλείπονται και εμφανίζεται μόνο η έννοια του οικονομικού πλεονάσματος, που είναι το πραγματικό πλεόνασμα. Στο «Μονοπωλιακό Καπιταλισμό», υπολογίζεται το πλεόνασμα της οικονομίας των ΗΠΑ, σε διάφορες χρονικές περιόδους, με βάση τον τύπο:
Πλεόνασμα = Συνολικά Εισοδήματα από Ιδιοκτησία + Σπατάλη στην Επιχειρηματική
Διαδικασία + Κυβερνητικές Δαπάνες (1)
Στα συνολικά εισοδήματα από ιδιοκτησία, συμπεριλαμβάνονται τα επιχειρηματικά κέρδη, οι τόκοι και τα εισοδήματα από τα ακίνητα. Η σπατάλη στην επιχειρηματική διαδικασία συμπεριλαμβάνει δαπάνες για διαφήμιση, έρευνα αγοράς, συντήρηση καταστημάτων πώλησης και αμοιβές πωλητών.
Ο Χάρυ Μάγκντοφ, που και αυτός συμμετείχε στη «Μηνιαία Επιθεώρηση», δημοσίευσε, το 1968, την «Εποχή του Ιμπεριαλισμού» όπου, μεταξύ άλλων, επικεντρώθηκε στο πώς μεταφέρεται πλούτος από την περιφέρεια προς το κέντρο μέσω της πληρωμής του διογκούμενου εξωτερικού χρέους των χωρών της περιφέρειας. Με αυτήν την έννοια, το βιβλίο αυτό ήταν προφητικό καθώς από τη δεκαετία του’70 και μετά το εξωτερικό χρέος έγινε βραχνάς για την περιφέρεια.
Πέραν αυτού, η επιρροή της «Πολιτικής Οικονομίας της Ανάπτυξης» υπήρξε έντονη στο έργο πολλών συγγραφέων όπως ο Καρντόζο, ο Ρόντνεϊ, ο Γκαλεάνο, ο Ντος Σάντος, ο Φρανκ, ο Βάλερσταϊν και πολλοί άλλοι. Με κοινές αφετηρίες με τους παραπάνω και σε παράλληλη κατεύθυνση, κινήθηκε ο Σαμίρ Αμίν, που εστίασε στην «αυτόκεντρη» ανάπτυξη των χωρών του κέντρου, απέναντι στην «εξωστρεφή» ανάπτυξη της περιφέρειας. Πολύς κόσμος στον αριστερό χώρο επηρεάστηκε από το Μπάραν έμμεσα, χωρίς να τον έχει μελετήσει, αλλά μέσω άλλων συγγραφέων. Ο γράφων, σε νεαρή ηλικία, είχε διαβάσει τις «Ανοιχτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής», του Εδουάρδο Γκαλεάνο, όπου η σκέψη του Μπάραν είναι εμφανής στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας εξηγεί τη φτώχεια και την υπανάπτυξη των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Και ποιός ξέρει και πόσες άλλες ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν ακόμα...
Ο «Μονοπωλιακός Καπιταλισμός»
Στην «Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης» εξετάζεται το πώς οι ανεπτυγμένες χώρες του Κέντρου αποσπούν πλούτο από την περιφέρεια, ώστε να συσσωρεύουν κεφάλαια για τη βιομηχανία τους και την οικονομία τους. Το ερώτημα που τίθεται στο «Μονοπωλιακό Καπιταλισμό» (Μπάραν και Σουήζυ 1966) είναι το πώς αξιοποιείται από το επιχειρηματικό κεφάλαιο και πώς κατανέμεται στις κοινωνίες των ανεπτυγμένων χωρών το συσσωρευόμενο πλεόνασμα.
Η κεντρική ιδέα που διαπερνάει το «Μονοπωλιακό Καπιταλισμό» είναι ότι σε μια ανεπτυγμένη βιομηχανική χώρα όπως οι ΗΠΑ, οι τιμές και η όλη οικονομική δραστηριότητα δε διαμορφώνονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό των μικρών επιχειρήσεων, αλλά από τα μονοπώλια, που έχουν πλέον αυξημένα περιθώρια κέρδους και συσσωρεύουν κεφάλαιο με υψηλότερους ρυθμούς από όσο στην προ-μονοπωλιακή φάση του καπιταλισμού. Επιγραμματικά, οι συγγραφείς επισημαίνουν τρία χαρακτηριστικά της μονοπωλιακής οργάνωσης της οικονομίας:
α) Η μονοπωλιακή οργάνωση της παραγωγής παρέχει στο κεφάλαιο ένα πλεονέκτημα απέναντι στον κόσμο της εργασίας, σε τρόπο ώστε αυτή να πετυχαίνει υψηλούς ρυθμούς αύξησης πλεονάσματος.
β) Ενώ σε μια ανταγωνιστική οικονομία μικρών επιχειρήσεων διαμορφώνεται ένα κοινό ποσοστό κέρδους, στο μονοπωλιακό καπιταλισμό υπάρχει μια «ιεραρχία» ποσοστών κέρδους: υψηλότερα στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες με υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου και χαμηλότερα στις επιχειρηματικές μονάδες που λειτουργούν σε περισσότερο ανταγωνιστική βάση.
γ) Τα μονοπώλια μπορούν επίσης να διαμορφώσουν τη ζήτηση, υιοθετώντας μια πολιτική μείωσης και ρύθμισης του παραγωγικού τους δυναμικού. Με αυτήν την πολιτική εξασφαλίζουν υψηλές τιμές στα προϊόντα τους και τα μέγιστα κέρδη, με μειωμένη ζήτηση.
Σε αυτό το τελευταίο σημείο φαίνεται η επιροή του Κέινς, ο οποίος εστιάζει στο πώς η ζήτηση διαμορφώνει το ύψος της παραγωγής και το επίπεδο απασχόλησης. Εκτός από τον Κέινς, η σχολή της «Μηνιαίας Επιθεώρησης» επηρεάστηκε επίσης από οικονομολόγους όπως ο Καλέτσκι, ο Στάιντλ και η Ρόμπινσον, που επίσης προσεγγίζουν με μια κεϊνσιανή ματιά την καπιταλιστική οικονομία, δίνοντας έμφαση στο ρόλο του μονοπωλίου.
Μειωμένη ζήτηση σημαίνει μειωμένη αγοραστική δύναμη, που δεν ευνοεί τις παραγωγικές επενδύσεις και δημιουργεί χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ανεργία. Στη γλώσσα των Μπάραν και Σουήζυ, ένα σημαντικό μέρος από το συσσωρευμένο πλεόνασμα των μονοπωλιακών επιχειρήσεων δεν απορροφάται, οπότε η οικονομία πάσχει από στασιμότητα, με αρνητικές συνέπειες για την απασχόληση και για το εισόδημα των εργαζόμενων. Με αυτήν την έννοια, οι συγγραφείς δεν υιοθετούν την αρκετά διαδεδομένη άποψη ότι οι λαοί του τρίτου κόσμου «ταϊζουν» την εργατική τάξη του Βορρά. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η περιφέρεια προσφέρει πλούτο στα μονοπώλια του Βορρά, τα οποία τον διαχειρίζονται με κίνητρο το μέγιστο κέρδος τους, χωρίς με αυτό να εξυπακούεται ότι ωφελούνται και οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων χωρών.
Η μεγάλη οικονομική ύφεση της δεκαετίας του’30 είναι, κατά τους συγγραφείς, συνέπεια της μονοπωλιακής δομής της βορειοαμερικάνικης οικονομίας. Τις πρώτες δεκαετίες μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά εξ αιτίας ορισμένων συγκυριακών παραγόντων, όπως η αυξημένη ρευστότητα από την πλευρά των καταναλωτών, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, η ανάπτυξη της εγχώριας αυτοκινητοβιομηχανίας, η ανοικοδόμηση της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, καθώς και η ηγεμονία των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία.
Μετά το’70, οι παράγοντες αυτοί εξέλειπαν και η βορειοαμερικάνικη οικονομία ξαναμπήκε σε περίοδο στασιμότητας με μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης. Ωστόσο, η υιοθέτηση ορισμένων πρακτικών από πλευράς κράτους και μονοπωλίων, συμβάλλει στο να απορροφηθεί, σε κάποιο βαθμό, το πλεόνασμα και να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες της στασιμότητας. Οι πρακτικές αυτές είναι: α) αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, β) ανάπτυξη του τομέα του μάρκετινγκ και των πωλήσεων για να αυξηθεί η ιδιωτική κατανάλωση, γ) ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, που ευνοεί κερδοσκοπικές δραστηριότητες.
Παρόλα αυτά τα μέτρα όμως, η στασιμότητα συνεχίζεται και οι ρυθμοί ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, όπως και αυτής των ΗΠΑ, παρουσιάζουν μια γενική πτωτική τάση τα τελευταία τριάντα χρόνια. Σε αυτό το σημείο νομίζω πως έγκειται η δύναμη της ανάλυσης των Μπάραν και Σουήζυ για τη μονοπωλιακή οικονομία, στο ότι δηλαδή πρόβλεψαν ότι το μεταπολεμικό μπουμ είχε ημερομηνία λήξης, παρά τις διαβεβαιώσεις των main stream οικονομολόγων εκείνης της εποχής για το ότι ο καπιταλισμός ξεπέρασε τις αντιφάσεις του και τις κρίσεις του.
Γιατί «πλεόνασμα» και όχι «υπεραξία»;
Το μέγεθος του πλεονάσματος, κυρίως στην εκδοχή των Μπάραν και Σουήζυ 1966, σχετίζεται σαφώς με το μέγεθος της υπεραξίας, που παίζει κεντρικό ρόλο στη μαρξιστική οικονομική θεωρία. Το ερώτημα που τίθεται, συχνά και ως κριτική στους δυο αυτούς συγγραφείς, είναι γιατί εγκαταλείπουν την έννοια της υπεραξίας, που ρίχνει φως στην ταξική-εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού συστήματος, και εισάγουν μια έννοια που δε φαίνεται να έχει κάποιο πλεονέκτημα ως προς την αναλυτική της ισχύ. Σε μια υποσημείωση στο «Μονοπωλιακό Καπιταλισμό», οι Μπάραν και Σουήζυ επιχειρούν να αιτιολογήσουν την επιλογή τους με την παρατήρηση ότι συνήθως, στον κόσμο που υιοθετεί τη μαρξιστική σκέψη, ως υπεραξία νοείται το άθροισμα των κερδών, των τόκων και της γεωπροσόδου, αφήνοντας απ’εξω μεγέθη όπως «τα εισοδήματα κράτους και εκκλησίας, τα έξοδα μετατροπής των εμπορευμάτων σε χρήμα, καθώς και τους μισθούς των μη παραγωγικών εργατών». Απεναντίας, η έννοια του πλεονάσματος, που συμπεριλαμβάνει όλα τα παραπάνω στοιχεία, έχει ένα ευρύτερο περιεχόμενο από αυτό της υπεραξίας και, πάντα σύμφωνα με τους συγγραφείς, εκφράζει πληρέστερα τη σύνθεση και διανομή του πλούτου στο σύγχρονο καπιταλισμό.
Το επιχείρημα αυτό ακούγεται λίγο πειστικό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο Μαρξ δεν αποκλείει τα κρατικά έσοδα και τα λοιπά στοιχεία από τη σύνθεση της υπεραξίας, έστω και αν τα αντιμετωπίζει ως παράγοντες δευτερεύουσας σημασίας. Θα μπορούσαν λοιπόν οι δυο βορειοαμερικανοί συγγρσφείς να επαναδιατυπώσουν την έννοια της υπεραξίας, σε τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία που αυτοί θεωρούν σημαντικά, χωρίς να εισάγουν μια καινούργια έννοια που δε φαίνεται να έχει τίποτα το νέο να προσθέσει.
Πιο πειστική είναι, κατά τη γνώμη μου, η διευκρίνιση που επιχειρεί να δώσει ο Σουήζυ το 1973, στον πρόλογο της δεύτερης ελληνικής έκδοσης του «Μονοπωλιακού Καπιταλισμού». Εκεί επισημαίνει ότι τα μεγέθη της αξίας και της υπεραξίας, εκφράζονται αρχικά σε εργατοώρες, όμως τελικά θα πρέπει να μετατραπούν σε χρηματικές τιμές. Το έτσι και αλλιώς δύσκολο πρόβλημα της μετατροπής των αξιών σε τιμές, ο Μαρξ, όπως και άλλοι μαρξιστές οικονομολόγοι, επιχειρούν να το λύσουν υιοθετώντας μοντέλα παραγωγής αξίας από μικρές επιχειρηματικές μονάδες σε ελεύθερο ανταγωνισμό. Όμως στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, οι τιμές διαμορφώνονται από τα μονοπώλια, διαφέρουν από αυτές του ελεύθερου ανταγωνισμού και κατά συνέπεια η προσέγγιση που επιχειρεί ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» δεν είναι η ενδεδειγμένη. Με αυτό το σκεπτικό, οι Μπάραν και Σουήζυ εισήγαγαν την έννοια του πλεονάσματος, που εκφράζεται άμεσα σε χρηματικές τιμές, σχετίζεται το δίχως άλλο με το μέγεθος της υπεραξίας και υπολογίζεται εύκολα αν υπάρχουν διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, με βάση τη σχέση (1).
Παρόλα αυτά, ένας κριτικός αναγνώστης, που έχει το χρόνο και τη διάθεση να παρακολουθήσει την εξέλιξη της σκέψης της σχολής της «Μηνιαίας Επιθεώρησης», θα διαπιστώσει ότι ο Σουήζυ, σε ένα ύστερο κείμενό του του 2004 για το μονοπωλιακό καπιταλισμό, θα χρησιμοποιήσει την έννοια της υπεραξίας αντί για την έννοια του πλεονάσματος. Πολύ κακό για το τίποτα; Ίσως. Ωστόσο, η έννοια του πλεονάσματος, ως ποσοτικού δείκτη διάρθρωσης του παραγόμενου πλούτου, εξυπηρέτησε στη μελέτη των εξελικτικών τάσεων της βορειοαμερικάνικης οικονομίας, από τη δεκαετία του’30 ως τη δεκαετία του’60, και έδειξε ότι στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, τα κέρδη των επιχειρήσεων μειώθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ αντίθετα το πλεόνασμα αυξήθηκε, ως αποτέλεσμα κυρίως της διόγκωσης του κρατικού τομέα.
Συμπεράσματα
Η «Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης» εστιάζει στο πώς, μέσω των μονοπωλίων που έχουν εξελιχθεί σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, μεταφέρεται πλούτος από τις χώρες της περιφέρειας προς τις χώρες του κέντρου. Ο «Μονοπωλιακός Καπιταλισμός» δείχνει ότι στις χώρες του κέντρου η συγκέντρωση πλούτου από τα μονοπώλια έχει ως αποτέλεσμα την οικονομική στασιμότητα και την ανεργία.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση των δυο αυτών βιβλίων είδαμε να μειώνονται οι ρυθμοί ανάπτυξης σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και να δημιουργείται ανεργία κσι υποαπασχόληση. Το εξωτερικό χρέος πολλών χωρών της περιφέρειας διογκώθηκε και το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αδυναμίες των οικονομιών των χωρών αυτών και με τη χρηματιστική κερδοσκοπία σε διεθνές επίπεδο, είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κεφαλαίου ύψους 784 δις. δολλαρίων από τις φτωχότερες προς τις πλουσιότερες χώρες μέσα στο 2006.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το αίτημα για μια κοινωνικά δικαιότερη ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου, σε εθνική και σε διεθνή κλίμακα, παραμένει επίκαιρο, όπως επίσης παραμένουν επίκαιρες και οι σκέψεις που διατυπώνονται στα δυο αυτά βιβλία.
Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου