Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Ένα κείμενο για τη σκέψη του Καρλ Πόππερ

Ο ΚΑΡΛ ΠΟΠΠΕΡ ΚΑΙ Η «ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

Το 1945 εκδόθηκε το βιβλίο του Καρλ Πόππερ με τίτλο: «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», που γράφτηκε μεταξύ 1938 και 1943, μεσούντος του παγκόσμιου πολέμου. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει την υπεροχή των αστικών φιλελεύθερων θεσμών απέναντι σε άλλα μοντέλα πολιτειακής οργάνωσης και ακόμα περισσότερο απέναντι στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής, τον φασισμό και τον σταλινισμό.
Η «ανοιχτή κοινωνία» παρέσχε επιχειρήματα στις κυρίαρχες τάξεις του δυτικού κόσμου για να στηρίξουν την υποτιθέμενη «ανωτερότητα» του καπιταλιστικού καθεστώτος απέναντι στην ουτοπία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Σε αυτό βοήθησε και η προσωπική στάση του Πόππερ, που έχοντας απομακρυνθεί από την Αριστερά πολύ πριν από τον πόλεμο, υπήρξε επιφυλακτικός ως επικριτικός απέναντι στα ριζοσπαστικά κινήματα που αναδύθηκαν στον Πρώτο και στον Τρίτο Κόσμο, κυρίως κατά τη δεκαετία του’60.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε ο αναγνώστης αυτών των γραμμών να αναρωτηθεί: «από πού και ως πού ένα αριστερό διεθνιστικό περιοδικό προβάλλει το έργο ενός αστού, επομένως αντιδραστικού διανοούμενου;». Η απάντησή μου είναι ότι πολύ περισσότερο από την πολιτική στάση του συγγραφέα, σημασία έχει ο τρόπος που προσεγγίζει το αντικείμενό του και το κατά πόσον ο λόγος του μας παρέχει ερεθίσματα για σκέψη. Αντιδραστικές πολιτικές πεποιθήσεις είχαν επίσης ο Ηράκλειτος και ο Πλάτωνας, που στήριζαν την αριστοκρατία, καθώς και ο Χέγκελ, που εξύμνησε το απολυταρχικό πρωσικό κράτος (καλά έκανε ο Πόππερ που τον χαρακτήρισε πουλημένο και αγύρτη, όπως θα δούμε παρακάτω). Όμως η σκέψη αυτών των διανοητών λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης για τον Μαρξ και για το μετέπειτα αριστερό κίνημα.
Και έχω την αίσθηση ότι και ο Πόππερ έχει να μας πει κάτι, σε αυτό το ογκώδες δίτομο έργο, που μεταξύ των άλλων μιλάει για τις φυλετικές αρχαϊκές κοινωνίες, για την αθηναϊκή δημοκρατία, για τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ιησού Χριστό, τον Καντ, τον Χέγκελ και τον Μαρξ, για τον πελοποννησιακό πόλεμο και για την επιστημονική σκέψη. Είναι αδύνατο να αναφερθούμε εκτενώς σε όλα αυτά τα ενδιαφέροντα ζητήματα στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης, που αναγκαστικά θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Μπορούμε όμως να αναδείξουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της ποππεριανής σκέψης και να τα θέσουμε σε συζήτηση, όπως και θα επιχειρήσουμε στο παρόν άρθρο.

Η «κλειστή» και η «ανοιχτή» κοινωνία

Σύμφωνα με τον Πόππερ, μέχρι τον 6ο π.χ. αιώνα η κοινωνική οργάνωση στον ελλαδικό χώρο ήταν «φυλετικού» τύπου, με την έννοια ότι η κάθε κοινότητα ήταν πληθυσμιακά ομογενής, ως αποτέλεσμα σχέσεων που ανάγονταν σε μια κοινή καταγωγή (γένος). Την εξουσία την είχε μια αριστοκρατία γαιοκτημόνων, συχνά με ηγέτη έναν «πατριάρχη» της φυλής. Η κοινωνική ζωή ορίζονταν από κανόνες που δεν αμφισβητούνταν και δεν άλλαζαν, εξασφαλίζοντας έτσι ένα σταθερό status quo στην κοινότητα και ίσως ένα αίσθημα ασφάλειας στα μέλη της, καθώς για κάθε έναν ήταν σαφές το ποιά πορεία θα ακολουθούσε στη ζωή του. Κατά τον Πόππερ μια τέτοια κοινωνία είναι «κλειστή», με την έννοια ότ ιη πορεία της προδιαγράφεται από δεδομένους συσχετισμούς δύναμης που πολύ δύσκολα αλλάζουν και γι’αυτό στη συνείδηση των ανθρώπων είναι αιώνιοι και εμφανίζονται ως φυσικοί νόμοι.
Γύρω στον 6ο αιώνα, εμφανίζονται οι πόλεις-κράτη με τον αυξημένο πληθυσμό, με τη ναυτιλία, το εμπόριο και τη μεταποίηση να αναπτύσσονται, δημιουργώντας έτσι νέα εύπορα κοινωνικά στρώματα με τα δικά τους συμφέροντα και αξιώσεις για συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν την κοινότητα. Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται οι δημοκρατικοί θεσμοί, με τυπικό παράδειγμα την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα, που συζητήθηκε πολύ από τους ιστορικούς, καθώς και από τον ίδιο το συγγραφέα. Για τον Πόππερ η αθηναϊκή δημοκρατία είναι ένα πρώτο δείγμα «ανοιχτής» κοινωνίας, η πορεία της οποίας διαμορφώνεται από το διάλογο, την ανταλλαγή απόψεων και τον έλεγχο των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους. Είναι η ίδια η ανθρώπινη κοινότητα στο σύνολό της (εκτός από τους δούλους φυσικά) που αποφασίζει για το μέλλον της, σε αντίθεση με την κλειστή κοινωνία των λίγων αρχόντων, που ελέω θεού, ή στο όνομα κάποιων αξιών που θεωρούνται δεδομένες και αδιαμφισβήτητες, αποφασίζουν για την τύχη των πολλών και για τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων.
Ο Πόππερ βλέπει την ανάδυση της ανοιχτής κοινωνίας ως μια μείζονα ιστορική αλλαγή που ακόμα και στις μέρες μας βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς συναντάει κανείς κράτη με παγιωμένους δημοκρατικούς θεσμούς που σε μεγάλο βαθμό έχουν χαρακτηριστικά ανοιχτής κοινωνίας και δικτατορίες που περιφρονούν στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Και αυτό δείχνει ότι η ανοιχτή κοινωνία εξακολουθεί να έχει τους εχθρούς της, οι οποίοι επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν το αίσθημα ανασφάλειας που διακατέχει μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε συνθήκες κοινωνικής ρευστότητας και να αρπάξουν την εξουσία στο όνομα της ησυχίας, της τάξης και της ασφάλειας.
Ο Σαββόπουλος στον «Μπάλο» μιλάει για «μια ελευθερία ζόρικια». Η ελευθερία του να ορίζει κανείς τη ζωή του με βάση τις δικές του επιλογές, ή με βάση συλλογικές αποφάσεις που παίρνονται με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων, δεν εγγυάται το βέλτιστο αποτέλεσμα και μπορεί κανείς να μείνει με την αμφιβολία ή με την αγωνία για το κατά πόσον ακολουθεί το «σωστό δρόμο». Και σε αυτό το σημείο έγγειται η γοητεία του ολοκληρωτισμού, η γοητεία της κλειστής κοινωνίας, οι απολογητές της οποίας ευαγγελίζονται την αρμονία στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τη συλλογική πορεία με βάση την καθοδήγηση κάποιων «αρίστων», που φέρονται να γνωρίζουν τους νόμους εξέλιξης της ανθρώπινης κοινότητας, ή αλλιώς το «ιστορικό της πεπρωμένο», και γι’αυτό είναι οι αρμόδιοι να κυβερνήσουν και να αποφασίσουν.
Με βάση αυτή τη λογική ο Πλάτωνας, δια στόματος Σωκράτη, ισχυρίζεται: «Αν οι φιλόσοφοι δεν γίνουν βασιλείς μέσα στις πόλεις ή αν αυτοί που σήμερα ονομάζονται βασιλείς και ολιγαρχικοί δεν αποβούν γνήσιοι και ολοκληρωμένοι φιλόσοφοι και αν αυτά τα δυό, η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία, δεν συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο - αν αυτό δεν συμβεί αγαπητέ μου Γλαύκων, δεν θα πάψουν τα δεινά να πλήττουν τις πόλεις, ούτε, πιστεύω, το ανθρώπινο γένος». Βασιλέα φιλόσοφο λοιπόν, ή φιλόσοφο βασιλέα θέλει ο Πλάτωνας για την ιδανική κλειστή πολιτεία του. Και ιδού τώρα ο αντίλογος από κάποιον που η σκέψη του κινείται προς την κατεύθυνση της ανοιχτής κοινωνίας: «Ότι οι βασιλείς θα έπρεπε να γίνουν φιλόσοφοι, ή οι φιλόσοφοι βασιλείς, δεν είναι πιθανό να συμβεί ούτε θα ήταν επιθυμητό, αφού η κατοχή δύναμης πάντα υποβαθμίζει την ελεύθερη κρίση του λογικού» (Καντ). Μάλιστα σύμφωνα με την ποππεριανή αντίληψη περί ανοιχτής κοινωνίας, το ζήτημα δεν είναι τόσο το ποιός θα μας κυβερνήσει αλλά πώς ως πολίτες μπορούμε να ελέγξουμε τους κυβερνώντες.
Την πίστη περί ιστορικών νομοτελειών και πεπρωμένων που καθορίζουν την πορεία μιας ανθρώπινης κοινότητας, η οποία πίστη αποτελεί θεμέλιο λίθο της σκέψης των απολογητών της κάθε είδους κλειστής κοινωνίας, ο Πόππερ την αποκαλεί «ιστορικισμό» και την απορρίπτει, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.

Ο ιστορικισμός και η απόρριψή του από τον Πόππερ

Είναι λογικό να δεχτούμε ότι ένας φυσικός νόμος, όπως ο νόμος της βαρύτητας, υπάρχει και λειτουργεί ανεξάρτητα από την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι νόμος της βαρύτητας υπήρχε δισεκατομμύρια χρόνια πριν εμφανιστεί το ανθρώπινο είδος και θα εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και μετά την εξαφάνισή του. Μπορούμε όμως άραγε να πούμε, με την ίδια σιγουριά, ότι υπάρχουν νόμοι λειτουργίας μιας κοινωνίας και ιστορικής εξέλιξης ανεξάρτητα από τον άνθρωπο; Κάτι τέτοιο θα ηχούσε κάπως παράλογο, αφού στο κάτω κάτω ο άνθρωπος είναι αυτός που συγκροτεί την κοινωνία, που δημιουργεί την ιστορία και που μπορεί υπό προϋποθέσεις να αλλάξει και τους νόμους. Μπορούμε να δεχτούμε ότι οι νόμοι μιας κοινωνίας μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και ενάντια στη θέληση του ατόμου ή και της κοινωνικής ομάδας, όχι όμως και το ότι είναι οντολογικά ανεξάρτητοι από τον ανθρώπινο παράγοντα.
Τέτοιες σκέψεις εγώ τις βρίσκω εύλογες και αποδεκτές και υποθέτω πως τις συμμερίζονται πολλοί άλλοι. Πριν όμως από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια οι νοοτροπίες ήταν πολύ διαφορετικές, όπως επισημαίνει ο Πόππερ. Στις κλειστές κοινωνίες, όπου υπήρχαν παγιωμένοι συσχετισμοί δύναμης, οι κανονιστικές αρχές (για να χρησιμοποιήσουμε ποππεριανή ορολογία) ήταν τόσο ισχυρές που έδιναν την εντύπωση ότι έχουν υπόσταση και ισχύ φυσικού νόμου.
Η αντίληψη αυτή περί «φυσικότητας» των κανονιστικών αρχών και των νόμων λειτουργίας μιας κοινωνίας διατυπώθηκε σε φιλοσοφικό επίπεδο από τον Ηράκλειτο, ο οποίος ερμήνευσε τις κοινωνικές αναστατώσεις της εποχής του ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών που υπάρχουν αφεαυτές και ορίζουν την ανθρώπινη μοίρα. Την αντίληψη αυτή υιοθετεί και ο Πλάτων, καθώς βλέπει την ανθρώπινη κοινωνία να ακολουθεί μια πορεία φθοράς και παρακμής ως αποτέλεσμα μιας φυσικής και ιστορικής νομοτέλειας. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι στην πλατωνική σκέψη αυτή η πορεία παρακμής υλοποιείται μέσω των αντιμαχόμενων ταξικών συμφερόντων που εκδηλώνονται μέσα στο κοινωνικό σώμα. Με αυτήν την έννοια, η πλατωνική ερμηνεία της κοινωνικής παρακμής εμπεριέχει μια κοινωνιολογική-ταξική διάσταση, που αργότερα θα την ξαναδούμε στον Μαρξ, σε άλλη μορφή. Την ιδεώδη πολιτεία του, ο Πλάτων τη βλέπει ως προϊόν μιας κίνησης για αναχαίτιση αυτής της φθοράς και επανόδου σε ένα απώτερο παρελθόν κοινωνικής αρμονίας και σταθερότητας. Για τον Πλάτωνα η αλλαγή παράγει φθορά και παρακμή, γι’αυτό και οι θεσμοί και οι συσχετισμοί δύναμης σε μια ιδανική πολιτεία θα πρέπει να είναι σταθεροί και να διαωνίζονται. Επομένως, ο Πλάτων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ιστορικιστής», καθώς βλέπει την κοινωνική αλλαγή (κατουσίαν παρακμή) ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών που υλοποιούνται στο κοινωνικό επίπεδο μέσω ταξικών αντιθέσεων.
Ο Αριστοτέλης αντιστρέφει το βέλος της κοινωνικής εξέλιξης και έχει μια πιο αισιόδοξη οπτική, καθώς ισχυρίζεται ότι ως αποτέλεσμα των ιστορικών νομοτελειών η ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να εξελιχθεί προς το καλύτερο, βαδίζοντας προς ένα «τέλος» (σκοπό), το οποίο αποτελεί και τη βαθύτερη «ουσία» της. Σύμφωνα με τον Πόππερ, τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης είναι «ουσιοκράτες», με την έννοια ότι αναζητούν τη βαθύτερη φύση (ουσία) των πραγμάτων, που καθορίζει και τη λειτουργία τους. Η ουσία αυτή βρίσκεται στον κόσμο των ιδεών κατά τον Πλάτωνα και μέσα στο ίδιο το πράγμα κατά τον Αριστοτέλη. Όμως η εμμονή και των δυο να θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα τον προσδιορισμό της ουσίας τους φέρνει στην άλλη όχθη από αυτήν που βρίσκεται η σύγχρονη επιστήμη, που, σύμφωνα με την ποππεριανή ορολογία, έχει μια «νομιναλιστική» προσέγγιση πάνω στα αντικείμενα έρευνάς της, δηλαδή μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στο πώς λειτουργεί το αντικείμενο και όχι ποια είναι η ουσία του, αν αυτή υπάρχει. Ο Πόππερ επικροτεί αυτόν το νομιναλισμό, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρκούζε στον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» επιτίθεται στη σύγχρονη επιστημονική μέθοδο και της καταλογίζει ότι «πραγμοποιεί» τη φύση και την αποστερεί από μη μετρήσιμες και ποσοτικά προσδιορίσιμες ποιότητες.
Αισιόδοξος ιστορικιστής είναι και ο Χέγκελ, που βλέπει την ιστορία ως τον τόπο εκδήλωσης του Λόγου που εξελίσσεται διαλεκτικά προς την αυτοπραγμάτωσή του μέσα στον κόσμο. Ο Χέγκελ κρίνει καλό να εκθειάσει το αυταρχικό πρωσικό κράτος, χαρακτηρίζοντάς το ως ενσάρκωση του Λόγου και επομένως ως την ανώτερη μορφή πολιτεύματος που υπήρξε στην ιστορία. Χωρίς αμφιβολία αυτή η ευμενής στάση του φιλοσόφου απέναντι στο καθεστώς τον βοήθησε στην ακαδημαϊκή του καριέρα και στο να αναδειχθεί σε κορυφαία φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής εκείνης της εποχής. Ίσως λοιπόν ο Πόππερ να έχει δίκιο όταν του καταλογίζει ότι «ξεπουλήθηκε» στο καθεστώς προς ίδιον όφελος. Του καταλογίζει επίσης πνευματική «αγυρτεία» καθώς ο εγελιανός λόγος είναι εξαιρετικά στριφνός, εξεζητημένος και ώρες ώρες φαίνεται να στερείται νοήματος. Το παρακάτω σπαρταριστό απόσπασμα που σταχυολογεί ο Πόππερ είναι ενδεικτικό των λεκτικών ακροβατισμών και, ας τολμήσουμε να το πούμε, της «μπουρδολογίας» που διακρίνει μέρος του έργου του Χέγκελ: «Ήχος είναι η αλλαγή στην ειδική κατάσταση διαχωρισμού των υλικών μερών και στην άρνηση αυτής της κατάστασης. Απλά μια αφηρημένη ή μια ιδεατή ιδεατότητα, σαν να πούμε, αυτού του ειδικού. Αλλά αυτή η αλλαγή, έτσι, συνιστά η ίδια, άμεσα, την άρνηση του υλικού ειδικού υφίστασθαι. Που γι’αυτό είναι πραγματική ιδεατότητα της ειδικής βαρύτητας και συνοχής, δηλαδή θερμότητα».
Αρκετά νομίζω. Ως καθηγητής φυσικός, αν είχα να βαθμολογήσω ένα τέτοιο γραπτό θα το μηδένιζα. Όμως ο Χέγκελ έτυχε μιας ιδιαίτερα ευμενούς αντιμετώπισης τόσο από τους συγχρόνους του, όσο και από μεταγενέστερους διανοητές. Και το στοιχείο που νομίζω πως γοήτευσε τόσους πολλούς είναι η θέση του πως η κατεστημένη πραγματικότητα δεν είναι αιώνια και αδιατάρακτη, όπως θα ήθελαν οι εκάστοτε κρατούντες, αλλά μεταβάλλεται στη βάση ιστορικών νομοτελειών που υλοποιούνται μέσω αντιθέσεων που ξεδιπλώνονται μέσα στο κοινωνικό σώμα. Ο Χέγκελ έβλεπε την πάλη μεταξύ των εθνών και τους πολέμους ως το γενεσιουργό παράγοντα των ιστορικών αλλαγών. Και αυτή ειδικά η αντίληψη πέρασε στο φασισμό και στο ναζισμό. Ο Μαρξ, που ήταν μαθητής του Χέγκελ, αντί για την πάλη των εθνών είδε την πάλη των κοινωνικών τάξεων ως την κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Και ο Μαρξ ήταν ιστορικιστής. Σε αντίθεση όμως με το δάσκαλό του έβλεπε την ιστορική νομοτέλεια να είναι στοιχείο της ίδιας της υλικής πραγματικότητας. Αντί για τον εξελισσόμενο Λόγο (ή το Απόλυτο Πνεύμα), έβλεπε τον άνθρωπο που στην προσπάθειά του να βελτιώσει τους υλικούς όρους διαβίωσής του ανακαλύπτει τεχνολογίες, δημιουργεί πολιτισμούς και, ως κοινωνικό ον με ταξικά συμφέροντα, συγκρούεται με άλλες κονωνικές τάξεις, επαναστατεί και αλλάζει το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης (σχέσεις παραγωγής).
Ο Πόππερ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Μαρξ έναν οξυδερκή στοχαστή της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία ζούσε. Αναγνωρίζει επίσης τη σπουδαιότητα των οικονομικών συμφερόντων στα κοινωνικά και ιστορικά τεκταινόμενα. Αυτό που δεν αναγνωρίζει είναι η ισχύς της πρόβλεψης του Μαρξ ότι ο κόσμος οδεύει στον κομμουνισμό, ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών (το γνωστό μοντέλο των αναπτυσσόμενων παραγωγικών δυνάμεων που προκαλούν την επανάσταση, ανατρέποντας τις δοσμένες παραγωγικές σχέσεις και αντικαθιστώντας τις με νέες τέτοιες που ανταποκρίνονται στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων). Για τον Πόππερ δεν υπάρχει καμμιά ιστορική νομοτέλεια, ούτε η ιστορία έχει κάποιο νόημα. Και στην ανοιχτή κοινωνία οι άνθρωποι, στο βαθμό που συνειδητοποιούν αυτήν την έλλειψη ιστορικού νοήματος, προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή τους μεταρρυθμίζοντας τους συγκεκριμένους εκείνους θεσμούς και τρόπους δουλειάς στους οποίους εντοπίζουν προβλήματα. Η κομμουνιστική κοινωνία μπορεί να υλοποιηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον, μπορεί και να μην υλοποιηθεί. Κανένας δεν είναι προφήτης. Το σημαντικό είναι να βελτιώνουμε τη ζωή μας αναζητώντας συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα που μας απασχολούν. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της «βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής», στην οποία αναφερόμαστε εκτενέστερα αμέσως παρακάτω.
Παρεπιμπτόντως, να αναφέρουμε ότι ο Πόππερ απορρίπτει και το Νόμο της Αξίας, που αποτελεί το θεμελιώδη λίθο της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας. Στη θέση του Μαρξ ότι η τιμή του εμπορεύματος καθορίζεται από την εργατική δύναμη που δαπανήθηκε για την παραγωγή του, ο Πόππερ διακρίνει μια «ουσιοκρατική» προσέγγιση, που δεν βοηθάει στην κατανόηση της οικονομικής πραγματικότητας, μιας και είναι ο νόμος προσφοράς και ζήτησης αυτός που εμφανώς θα διαμορφώσει τις τιμές.

Η βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική

Όταν είμαστε μαθητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είχαμε συναντήσει πρωτοβάθμιες εξισώσεις της μορφής: ax+b=0 και δευτεροβάθμιες εξισώσεις με τριώνυμα της μορφής: ax2+bx+c=0. Είχαμε μάθει να επιλύουμε αυτές τις εξισώσεις ως προς x, με βάση αλγεβρικούς τύπους που έδιναν την «ακριβή» όπως λέμε στα μαθηματικά λύση, στην οποία εμφανίζονται οι παράμετροι a, b, c.
Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν όταν αντί για το τριώνυμο έχει κανείς να επιλύσει εξίσωση της μορφής: ax2+b.ex+c=0. Εδώ δεν είναι γνωστή η ακριβής λύση με βάση κάποιον αλγεβρικό τύπο και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα αδυναμίας εύρεσης ακριβούς λύσης. Πιο πολλές είναι οι εξισώσεις που δεν επιλύονται με βάση κάποιον γνωστό αλγεβρικό τύπο, παρά αυτές που επιλύονται.
Από τον 17ο αιώνα, ο Νεύτων είχε επιχειρήσει να λύσει προσεγγιστικά (ή αλλιώς αριθμητικά) εξισώσεις για τις οποίες δεν είναι γνωστή η ακριβής λύση. Η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν η παρακάτω: ξεκινούσε με μια υποθετική αρχική λύση x0, η οποία αν μηδένιζε το αριστερό μέλος της εξίσωσης (ή του έδινε μια τιμή πολύ κοντά στο μηδέν), τότε το x0 ήταν όντως η λύση της εξίσωσης. Αν αυτό δεν ίσχυε, τότε με βάση έναν μαθηματικό τύπο που είχε επινοήσει υπολόγιζε μια διορθωτική ποσότητα δx0 και μέσω αυτής δοκίμαζε μια νέα λύση x1=x0+δx0. Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν μέχρις ότου βρεθεί μια ποσότητα xi, που να μηδενίζει (σχεδόν) το αριστερό μέλος της εξίσωσης. Η μέθοδος του Νεύτωνα εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία μεθόδων επίλυσης προβλημάτων με «διαδικασία δοκιμής-σφάλματος», που μπορούν να αυτοματοποιηθούν και γι’αυτό τη σημερινή εποχή είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, λόγω της εξάπλωσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η διαδικασία δοκιμής-σφάλματος δεν περιορίζεται μόνο στην επίλυση εξισώσεων με μια μεταβλητή, αλλά και σε πιο σύνθετα προβλήματα, όπως ο προσδιορισμός του επικέντρου ενός σεισμού, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Η αριθμητική λύση που προκύπτει, δεν είναι «ακριβώς» η λύση του προβλήματος, όμως η πρώτη προσεγγίζει τη δεύτερη σε μεγάλο (και επομένως ικανοποιητικό) βαθμό.
Από τη δεκαετία του’30 ο Πόππερ, που είχε μια ισχυρή μαθηματική παιδεία, πρότεινε ένα σχέδιο εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών με βάση μια διαδικασία δοκιμής-σφάλματος. Το ερμηνευτικό σχήμα παρουσιάζεται σχηματικά ως ακολούθως:

...Πi -- ΔΘi -- ΑΣ -- Πi+1...

Το νόημα του παραπάνω σχήματος είναι το εξής: η επιστημονική έρευνα επιχειρεί να επιλύσει κάποια προβλήματα Πi, προτείνοντας μια δοκιμαστική επιστημονική θεωρία ΔΘi. Η ΔΘi υφίσταται τη βάσανο του πειραματικού ελέγχου, κατά τον οποίο εντοπίζονται σφάλματα στις θεωρητικές προβλέψεις, που θα πρέπει να απαλειφθούν, οπότε η έρευνα βρίσκεται στη φάση της απαλειφής σφαλμάτων, ΑΣ. Κατά την ΑΣ εντοπίζονται επίσης αδυναμίες στην ίδια τη δομή της ΔΘi και τίθενται προς επίλυση νέα προβλήματα Πi+1, για τα οποία θα προταθεί μια νέα δοκιμαστική θεωρία ΔΘi+1 κ.ο.κ.
Προτείνοντας αυτό το σχήμα, ο Πόππερ υποστηρίζει ότι υπάρχει μια συνέχεια στις επιστημονικές θεωρίες, με την έννοια ότι η κάθε μία διαδέχεται την προηγούμενη μέσω πειραματικού ελέγχου. Πιστεύει επίσης ότι έχει νόημα να μιλάει κανείς για «πρόοδο» στην επιστημονική έρευνα, καθώς η νέα θεωρία είναι απαλλαγμένη από αδυναμίες της παλιάς, οπότε αποτελεί μια καλύτερη προσέγγιση της αλήθειας. Το ερμηνευτικό σχήμα του Πόππερ, που ονομάζεται «κριτικός ορθολογισμός», έχει συναντήσει την ενθουσιώδη υποδοχή μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας, έχει δεχτεί όμως και κριτικές από το χώρο της αναρχικής επιστημολογίας, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Φεγιεράμπεντ, στις οποίες δεν είναι της ώρας να αναφερθούμε.
Τη συνέχεια αυτών των συλλογισμών, μπορεί κανείς να τη διαισθανθεί. Αν η διαδικασία δοκιμής-σφάλματος αποδίδει στην επίλυση επιστημονικών-τεχνικών προβλημάτων και αν δίνει ένα ικανοποιητικό (τρόπος του λέγειν) ερμηνευτικό σχήμα της εξέλιξης της επιστημονικής σκέψης, γιατί να μην εφαρμοστεί και στο κοινωνικό πεδίο, και πιο συγκεκριμένα στην εξέλιξη μιας ανοιχτής κοινωνίας;
Για τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων στο κοινωνικό πεδίο, είτε αυτά είναι η ανεργία, είτε το κοινωνικά άδικο φορολογικό σύστημα, είτε η μόλυνση του περιβάλλοντος, ο Πόππερ εισάγει την έννοια της «βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής». Ένας πολιτικός που επιδιώκει να δώσει απτές και πρακτικές λύσεις σε προβλήματα που απασχολούν το κοινωνικό σώμα είναι κοινωνικός μηχανικός, με την έννοια ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις απώτερες αιτίες της κατάστασης που αντιμετωπίζει ή για τη «φύση» των κοινωνικών φαινομένων, αλλά για το πώς και με ποιόν τρόπο μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση. Και, πάντα κατά τον Πόππερ, η κοινωνική μηχανική καλό είναι να ασκείται βήμα προς βήμα, δηλαδή να εντοπίζονται συγκεκριμένα προβλήματα και να δοκιμάζονται πρακτικές λύσεις, καθότι όποιος δοκιμάσει να υλοποιήσει εδώ και τώρα την ουτοπία, σαν να λέμε να ανακηρύξει την σοσιαλιστική δημοκρατία και να προχωρήσει άμεσα στον σοσιαλιστικό μεταχηματισμό, το πιθανότερο είναι ότι θα τα κάνει στάχτη και μπούρμπερη και θα προξενήσει περισσότερα και οξύτερα προβλήματα από αυτά που πάει να λύσει.
Ένα άλλο πλεονέκτημα που βλέπει ο Πόππερ στη βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική είναι ότι για την επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος μπορούν να εξασφαλιστούν ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις, στο βαθμό που η προτεινόμενη λύση είναι πειστική για τους πολλούς. Επομένως η βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης μπορεί να γίνει χωρίς ταξικές αντιπαραθέσεις και βίαιες συγκρούσεις, αλλά με προσεκτικά βήματα που τυγχάνουν ευρείας κοινωνικής στήριξης.
Είναι σαφές ότι η ποππεριανή κοινωνική μηχανική βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής σκέψης της ριζοσπαστικής αριστεράς, που εκτιμάει πως η κυρίαρχη τάξη δεν είναι διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις σε ζητήματα ζωτικού γι’αυτήν συμφέροντος, οπότε κάποια στιγμή η πρακτική της βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής θα βρεθεί σε αδιέξοδο και θα ανακύψει το ζήτημα της επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, η σκέψη του Πόππερ είναι σαφώς κοντά σε αυτήν της σοσιαλδημοκρατίας. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι μέσα στις σελίδες της «ανοικτής κοινωνίας», που υπενθυμίζουμε πως γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του’40, ο Πόππερ μιλάει κάποια στιγμή επαινετικά για την οικονομική πολιτική των Σουηδών σοσιαλδημοκρατών που τότε ακόμα πρωτοδοκίμαζαν αυτό που αργότερα ονομάστηκε «σουηδικό μοντέλο».
Πάντως ο Πόππερ, παρόλο που δεν πιστεύει στην ουτοπία και υπεραμύνεται του αστικού κράτους, δεν την απορρίπτει τελεσίδικα. Απεναντίας επισημαίνει ότι ο πολιτικός μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να έχει στο μυαλό του την κομμουνιστική ουτοπία και να δοκιμάζει εδώ και τώρα λύσεις που παραπέμπουν σε αυτήν. Ένας αστός πολιτικός για παράδειγμα μπορεί να προκρίνει την προώθηση της πυρηνικής ενέργειας για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, που ίσως να λύνει το ενεργειακό πρόβλημα (εδώ βέβαια έχουν διατυπωθεί ενστάσεις) και να εξασφαλίζει κέρδη στο μεγάλο κεφάλαιο που θα δραστηριοποιηθεί στον τομέα της ενεργειακής τεχνολογίας. Απεναντίας ένας πολιτικός με αριστερές πεποιθήσεις μπορεί να προωθήσει τη λύση της αιολικής ενέργειας που να παράγεται από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, σε τρόπο ώστε ο δημότης να έχει το ηλεκτρικό ρεύμα που χρειάζεται, πληρώνοντάς το σε μια τιμή που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της δημοτικής επιχείρησης χωρίς να καρπώνεται υπερκέρδη κανένας επιτήδειος. Ένα τέτοιο μέτρο από μόνο του δεν είναι σοσιαλισμός, έχει όμως μια αριστερή χροιά που προοπτικά παραπέμπει σε κάποιον ευρύτερο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, που μπορεί ίσως να πραγματοποιηθεί στο μέλλον, μετά από πολλά δοκιμαστικά βήματα κοινωνικής μηχανικής.

Συμπεράσματα-συζήτηση

Έχοντας παρουσιάσει τον προβληματισμό που αναπτύσσει ο Πόππερ στην «ανοιχτή κοινωνία», συνοψίζω τις βασικές του θέσεις, διατυπώνοντας συγχρόνως και κάποια σχόλια.
Ο Πόππερ απορρίπτει κάθε ιδέα περί ιστορικής νομοτέλειας στην κοινωνική εξέλιξη. Με αυτή του τη θέση, βρίσκεται σαφώς στον αντίποδα «μηχανιστικών» προσλήψεων της μαρξιστικής σκέψης, που επικεντρώνονται στους «σιδερένιους νόμους της ιστορίας» με βάση τους οποίους εξελίσσεται η κοινωνία και που «αναπόφευκτα» οδηγείται προς την κομμουνιστική ουτοπία. Όμως, μετά από τις τόσες εμπειρίες που αποκόμισε το αριστερό κίνημα κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, πόσοι άραγε να είναι οι αριστεροί που εξακολουθούν να πιστεύουν στις ιστορικές νομοτέλειες; Αυτό που έχω αντιληφθεί είναι ότι τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια, και ίσως και από πιο πριν, μέσα στον κόσμο της Αριστεράς κερδίζει έδαφος μια πιο υποκειμενική θεώρηση, που επικεντρώνεται στην πάλη των τάξεων ή, ακόμα πιο πρόσφατα, στη δράση του «πλήθους» για να εξηγήσει τη δυναμική της κοινωνικής εξέλιξης, αποφεύγοντας τις συγκεκριμένες προβλέψεις για το μέλλον. Μήπως λοιπόν γίναμε εν μέρει «ποππεριανοί» χωρίς αναγκαστικά να έχουμε διαβάσει Πόππερ;
Ο Πόππερ, ως αστός διανοητής που πήρε μια και καλή την απόφαση να ξεκόψει από το αριστερό κίνημα, τείνει να απορρίψει τη χρησιμότητα της ταξικής ανάλυσης στη μελέτη κοινωνικών διεργασιών, αναγνωρίζοντας όμως τη σημασία του οικονομικού παράγοντα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή η κάπως διφορούμενη στάση του απέναντι στις προσεγγίσεις με όρους ταξικής ανάλυσης, δεν φαίνεται να υπαγορεύεται από ισχυρά επιχειρήματα περί ανεπάρκειας της έννοιας της πάλης των τάξεων ως μεθοδολογικού εργαλείου. Είναι περισσότερο μια πολιτική επιλογή που εδράζεται στο φόβο ότι η εμμονή της Αριστεράς στην ταξική πάλη μπορεί να οδηγήσει σε πόλωση, πολιτικές εντάσεις και αιματηρές αντιπαραθέσεις, ή ακόμα και σε μια επαναστατική ανατροπή, την οποία απεύχεται.
Για τον Πόππερ, η επανάσταση σημαίνει αίμα, οδύνες και κοινωνικά προβλήματα οξύτερα από αυτά που υποτίθεται πως επιχειρεί να επιλύσει. Χίλιες φορές προτιμότερη η βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική. Ωστόσο διευκρινίζει πως ο λαός νομιμοποιείται να επαναστατήσει ενάντια σε μια δικτατορία που παραβιάζει στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες. Μια τέτοια θέση θα τη συμμερίζονταν πολύς κόσμος που πρόσκειται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Αυτό που θα αντέτεινα, και που έχει ειπωθεί από διάφορους στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, είναι ότι η ίδια άρχουσα τάξη που είναι διατεθειμένη να σεβαστεί τη δημοκρατική νομιμότητα στο βαθμό που ελέγχει την κατάσταση, μπορεί να αλλάξει στάση και να επιχειρήσει κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών, αν βρεθεί απέναντι σε ένα πλειοψηφικό και ειρηνικό μεν, αλλά συνάμα ριζοσπαστικό κίνημα που θα απειλήσει τα ζωτικά της συμφέροντα. Αυτό έδειξε η εμπειρία της Χιλής, το 1973. Κατά συνέπεια, η επαναστατική λύση δεν μπορεί να απορριφθεί τελεσίδικα, στο όνομα της δημοκρατίας και του διαλόγου. Έστω κι’έτσι όμως, ακόμα και όταν οι συνθήκες επιβάλλουν και ευνοούν την «έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα», την επαύριο της επανάστασης ο κόσμος και οι κυβερνώντες θα βρουν μπροστά τους την ανάγκη για μια βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική, προκειμένου να δώσουν λύση στα σοβαρά και επείγοντα προβλήματα που θα έχουν ανακύψει.
Είδαμε ότι ο Πόππερ απορρίπτει το νόμο της αξίας, χαρακτηρίζοντάς τον ως ουσιοκρατικό. Με αυτή του τη στάση ακολουθεί την παράδοση των αστών οικονομολόγων που, από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά, έχοντας ενοχληθεί σφόδρα από τη μαρξιστική έννοια της υπεραξίας και τις πολιτικές της συνέπειες, απέρριψαν ακόμα και τον αστό Ρικάρντο που είχε πρωτοδιατυπώσει το νόμο της αξίας και επικεντρώθηκαν στην κυκλοφορία του εμπορεύματος (προσφορά και ζήτηση). Η αλήθεια όμως είναι ότι και ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς έχει απορρίψει ρητά ή άρρητα αυτόν το θεμελιώδη νόμο της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας, διότι δεν του βρίσκει κάποια λειτουργική χρησιμότητα. Η γνώμη μου, ως ερασιτέχνη περί τα οικονομικά, είναι ότι ο νόμος της αξίας δεν έχει καμμια χρησιμότητα στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, σοσιαλιστικής ή μη, εξυπηρετεί όμως στην ερμηνεία ιδιαίτερα σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών καταστάσεων. Με άλλα λόγια, ο νόμος της αξίας δεν σε βοηθάει στο να υπολογίσεις πόσο θα πουληθούν τα ραδίκια στη λαϊκή αγορά, είναι όμως ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για να ερμηνεύσει κανείς το πώς γίνονται οι οικονομικές κρίσεις ή γιατί υπάρχει ανισότητα στο βιωτικό επίπεδο μεταξύ Βορρά και Νότου.
Να κλείσουμε τώρα με έναν καλό λόγο για την «ανοιχτή κοινωνία» και το συγγραφέα της. Στο βιβλίο αυτό, που το συνιστώ θερμά ως ανάγνωσμα, ο Πόππερ αναδεικνύει μια ευρεία παιδεία που του επιτρέπει να διαπραγματεύεται διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία, η επιστημολογία, η μαθηματική λογική, η φιλοσοφία και τα οικονομικά, ακόμα και να μελετάει στο πρωτότυπο την αρχαία ελληνική γραμματεία. Γνωρίζουμε πολλούς διανοητές σήμερα με τέτοια ευρύτητα γνώσεων και ενδιαφερόντων;


Γιώργος Σκιάνης.