ΟΙ ΗΠΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Οι διεθνείς σχέσεις των τελευταίων εξήντα ετών θεμελιώθηκαν πάνω στην πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, ως ηγετικής οικονομικής και πολιτικο-στρατιωτικής δύναμης. Η ηγεμονία αυτή δεν υπήρξε ούτε αδιαμφισβήτητη ούτε ακλόνητη. Τις πρώτες τέσσερεις μεταπολεμικές δεκαετίες υπήρχε το αντίπαλο δέος για τον καπιταλιστικό κόσμο (η Σοβιετική Ένωση) και γύρω από αυτό το δίπολο των δυο υπερδυνάμεων οικοδομήθηκαν συμμαχίες και γεωπολιτικές ισορροπίες. Κάποια στιγμή, με την ήττα στο Βιετνάμ και την ύφεση της δεκαετίας του’70, διατυπώθηκαν σενάρια περί υποβάθμισης των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης και στροφής της προς ένα νεο-απομονωτισμό. Οι δεκαετίες του’80 και του’90, με τα γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα («πόλεμος των άστρων») και τη διάλυση του Ανατολικού Συνασπισμού, διέψευσαν αυτές τις εκτιμήσεις και δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι ο καπιταλισμός, στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, είναι τάχα άτρωτος και ότι η βορειοαμερικάνικη παγκόσμια κυριαρχία θα εξακολουθήσει και στις πρώτες τουλάχιστον δεκαετίες του 21ου αιώνα.
Ωστόσο η οικονομική κρίση που ζούμε τον τελευταίο χρόνο, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ ως χρηματοπιστωτική κρίση και που στην πορεία έπληξε όλον τον κόσμο προσλαμβάνοντας χαρακτηριστικά διαρθρωτικής κρίσης, εύλογα επαναφέρει στο προσκήνιο έναν προβληματισμό για τη βιωσιμότητα των ΗΠΑ ως πρώτης πλανητικής δύναμης και για πιθανές νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που μπορούν να προκύψουν τα επόμενα χρόνια. Στις παρούσες συνθήκες, είναι δύσκολο για κάποιον να είναι προφήτης, όσο και παρακινδυνευμένο να μιλάει κανείς με βεβαιότητες για το τί μέλλει γενέσθαι. Αξίζει όμως να τεθούν επί τάπητος ζητήματα σε σχέση με τη μελλοντική θέση των ΗΠΑ ως οικονομικής και πολιτικο-στρατιωτικής δύναμης, καθότι ενδεχόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις μας αφορούν όλους, για καλό ή για κακό.
Σε αυτό το άρθρο, αρχικά παρουσιάζονται με συντομία οι οικονομικοί κυρίως όροι κάτω από τους οποίους αναδείχτηκαν οι ΗΠΑ ως ηγεμονική δύναμη του πλανήτη. Στη συνέχεια σχολιάζονται οι ανισορροπίες που προέκυψαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, συνέπεια των οποίων ήταν η ύφεση της δεκαετίας του’70 και οι οικονομικές αναδιαρθρώσεις που σημάδεψαν την πρωτοκαθεδρία του νεοφιλελευθερισμού, στις δυο δεκαετίες που ακολούθησαν. Μετά επιχειρείται μια ερμηνεία της παρούσας οικονομικής κρίσης και το πώς αντιμετωπίζεται αυτή από τις κυρίαρχες ελίτ σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Η επιχειρούμενη αυτονόμηση της Λατινικής Αμερικής από τον ισχυρό βόρειο γείτονα, καθώς και η στάση των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της Ασίας, κυρίως Κίνας και Ιαπωνίας, είναι τα επόμενα ζητήματα που θίγονται. Τέλος, διατυπώνονται κάποιες σκέψεις για τις προοπτικές των ΗΠΑ ως πλανητικής δύναμης.
Από το Μπρέτον Γουντς στην ύφεση της δεκαετίας του’70
Από πριν ακόμα τελειώσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν φανερό το ποιά δύναμη θα πρωταγωνιστούσε στη διεθνή πολιτική και οικονομία κατά τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν. Οι ΗΠΑ διέθεταν πλουτοπαραγωγικούς πόρους σε αφθονία, είχαν ένα μεγάλο βιομηχανικό δυναμικό που όχι μόνο δεν είχε πληγεί αλλά απεναντίας είχε αυξηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και είχαν επίσης μεγάλα αποθέματα χρυσού που ενέπνεαν εμπιστοσύνη στους εμπορικούς εταίρους της. Αυτά τα αποθέματα επρόκειτο να παίξουν ρόλο-κλειδί στη διεθνή μεταπολεμική τάξη πραγμάτων.
Αυτό που απασχολούσε τις καπιταλιστικές οικονομίες της εποχής ήταν το πώς θα επανέκαμπτε το διεθνές εμπόριο, μέσω νομισματικών κανόνων που θα διευκόλυναν τις συναλλαγές μεταξύ χωρών, ώστε να ξεπεραστούν οι εμπορικοί πόλεμοι και η δυσπραγία του μεσοπολέμου. Και η λύση δόθηκε στη διεθνή διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, το 1944, όπου τα συμβαλλόμενα κράτη αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον κανόνα της μετατρεψιμότητας του συναλλάγματος σε χρυσό. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, ορίζονταν μια σταθερή ισοτιμία του δολαρίου ως προς το χρυσό (35 δολάρια η ουγκιά) και μια σταθερή ισοτιμία των άλλων νομισμάτων ως προς το δολάριο. Οι διεθνείς συναλλαγές προβλέπονταν να γίνονται σε δολάρια, μέσω των οποίων μπορούσαν οι εταίροι να αγοράζουν χρυσό, αν το επιθυμούσαν (μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό). Επομένως το κάθε δολάριο που κυκλοφορούσε στην αγορά αποτιμώνταν σε μονάδες άλλων εθνικών νομισμάτων και εξέφραζε και μια ποσότητα χρυσού που παρέμενε φυλαγμένη στο θησαυροφυλάκιο του Φορτ Νοξ. Αυτή η σταθερή σύνδεση και η μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό ενέπνεε εμπιστοσύνη στους εμπορικούς εταίρους και, σε συνδυασμό με την οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ προς τις χώρες της Ευρώπης (εκτός Ανατολικού Συνασπισμού), έδωσε ώθηση σε μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη σε διεθνή κλίμακα.
Όμως, καθώς οι βορειοαμερικάνικες πολυεθνικές εταιρίες δραστηριοποιούνταν σε χώρες εκτός ΗΠΑ, οι οποίες εξελίχθηκαν σε νέα κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου, η εγχώρια παραγωγή άρχισε να υστερεί σε σχέση με τη ζήτηση, οπότε εμφανίστηκαν εμπορικά ελλείμματα με τάσεις διόγκωσης. Επί πλέον, τα εξοπλιστικά προγράμματα, οι πολεμικές περιπέτειες (κυρίως στο Βιετνάμ) και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας της δεκαετίας του’60, ως αποτέλεσμα της πίεσης του κινήματος του νέγρικου πληθυσμού και της νεολαίας, επέφεραν εξίσου μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Για να αντιμετωπιστούν τα εμπορικά και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έκοβε χαρτονομίσματα τα οποία θεωρητικά παρέμεναν σε σταθερή ισοτιμία με το χρυσό, όμως ο όγκος τους όλο και μεγάλωνε και, από τη δεκαετία του’60, ήταν σαφές ότι τα αποθέματα σε χρυσό δεν κάλυπταν τον όγκο των χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούσαν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η εμπιστοσύνη των επενδυτών στο δολάριο κλονίζονταν, η ζήτηση σε χρυσό δυνάμωνε και εκδηλώνονταν πληθωριστικές πιέσεις τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη όπου κυκλοφορούσε μεγάλος όγκος «πράσινων» χαρτονομισμάτων (τα λεγόμενα «ευρωδολάρια»). Το 1971 η κυβέρνηση Νίξον κατάργησε τη σταθερή ισοτιμία και τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, με αποτέλεσμα αφενός ο χρυσός να ακολουθήσει μια ξέφρενη ανοδική πορεία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του’80 και αφετέρου το δολάριο να παραμείνει το νόμισμα των διεθνών συναλλαγών, χωρίς όμως να έχει κάποια σταθερή αξιακή σχέση με το χρυσό και να εκδηλώνει τάσεις διολίσθησης απέναντι σε άλλα ισχυρά νομίσματα, όπως το γερμανικό μάρκο και το ιαπωνικό γιεν. Μιλάμε λοιπόν για το πέρασμα από τον κανόνα του μετατρέψιμου συναλλάγματος σε χρυσό στον κανόνα του δολαρίου, που επέφερε ένα αίσθημα ανασφάλειας στις διεθνείς συναλλαγές και ακόμα εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις, ιδίως όταν εκδηλώθηκε η ενεργειακή κρίση του 1973, που αύξησε απότομα το κόστος παραγωγής πολλών προϊόντων και λειτούργησε ως καταλύτης για την οικονομική ύφεση των επόμενων χρόνων. Εκείνη την εποχή συζητήθηκε πολύ στη διεθνή κοινότητα η βιωσιμότητα των ΗΠΑ ως πρώτης δύναμης του πλανήτη.
Ο τρόπος που περιγράψαμε τα οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ και το πέρασμα από την ευημερία της δεκαετίας του’60 στην κρίση της δεκαετίας του’70, ίσως να φαίνεται κάπως τεχνοκρατικός, με όλες αυτές τις αναφορές στις νομισματικές ισοτιμίες και στα εμπορικά και δημοσιονομικά ελλείμματα. Όμως πίσω από αυτήν την περιγραφή, μπορεί κανείς να δει μια πολιτική και κινηματική διάσταση. Και για να γίνουμε πιο σαφείς: Τα δαπανηρά εξοπλιστικά προγράμματα στα οποία επιδόθηκαν οι ΗΠΑ τα μεταπολεμικά χρόνια, και τα οποία συνέτειναν στη δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αποσκοπούσαν σε μεγάλο βαθμό στο να διατηρήσουν θέσεις εργασίας, άρα και το επίπεδο κατανάλωσης του πληθυσμού, ώστε να αποφευχθεί η οικονομική δυσπραγία και η κοινωνική δυσφορία του μεσοπολέμου, που είχε φοβίσει αρκετά τους κρατούντες. Οι επίσης προβληματικές δαπάνες για τον πόλεμο του Βιετνάμ, μπορούν να ειδωθούν ως έμμεσο αποτέλεσμα πίεσης από την πλευρά των κινημάτων του Τρίτου Κόσμου προς τις άρχουσες τάξεις της Μητρόπολης. Και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας της κυβέρνησης Τζόνσον περί τα μέσα της δεκαετίας του’60, απέβλεπαν στο να αμβλύνουν τις έντονες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις της εποχής. Να το πούμε με τη συνήθη μαρξιστική ορολογία, ήταν η «ταξική πάλη» ο παράγοντας που «σε τελευταία ανάλυση» προκάλεσε τη νομισματική αστάθεια και την οικονομική ύφεση της δεκαετίας του’70. Μια τέτοια ερμηνεία δεν απολαμβάνει γενικής αποδοχής, έχει και τους υποστηρικτές της και τους επικριτές της, όμως νομίζω πως αξίζει να ληφθεί υπόψη και να συζητηθεί.
Από τις αναδιαρθρώσεις της δεκαετίας του’80 στη σημερινή κρίση
Από τα μέσα της δεκαετίας του’70, σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική άρχισαν να κλείνουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, να απολύεται πολυάριθμο προσωπικό και να προωθείται η αυτοματοποίηση στην παραγωγική διαδικασία, η οποία όμως δεν ήταν από μόνη της αρκετή για στηρίξει τη βιομηχανία. Η κατάσταση αυτή εντάθηκε μετά το’80, όπου έκλειναν σωρηδόν εργοστάσια αυτοκινήτων, μεταλουργικές μονάδες, ναυπηγεία και υφαντουργεία. Οι πολυεθνικές εταιρίες μετέφεραν ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, εκμεταλλευόμενες το φθηνό εργατικό δυναμικό που εξασφάλιζε υψηλά ποσοστά κέρδους. Χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία εξελίχτηκαν σε νέα κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου και τα βιομηχανικά τους προϊόντα διοχετεύτηκαν στις αγορές της Δύσης, βοηθούσης και της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου που κατάργησε δασμολογικούς περιορισμούς.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ και το εξωτερικό της χρέος διογκώθηκαν ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, το δολάριο παρέμεινε το κατεξοχήν διεθνές νόμισμα για τις εμπορικές συναλλαγές, με τη στήριξη των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, που απέτρεψαν την απαξίωσή του. Επί πλέον, οι ΗΠΑ διατηρήθηκαν και εξελίχτηκαν περαιτέρω ως το κύριο χρηματοπιστωτικό κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Ένα μεγάλο μέρος από τα συσσωρευόμενα πλεονάσματα στις νέες βιομηχανικές δυνάμεις του Τρίτου Κόσμου διοχετεύτηκε προς τους βορειοαμερικάνικους (και ευρωπαϊκούς) χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, μέσω αγοράς ομολόγων και άλλου τύπου κερδοσκοπικών τοποθετήσεων. Με αυτό το δανεικό χρήμα η βορειοαμερικάνικη οικονομία μπορούσε να διαχειριστεί τα ελλείμματά της και οι κάθε λογής κεφαλαιούχοι, χρηματιστές και λοιποί αεριτζήδες της Γουώλ Στρητ μπορούσαν με τη σειρά τους να αποκομίζουν μεγάλα κέρδη δανείζοντας χρήμα σε ιδιώτες και σε διάφορα νομικά πρόσωπα. Με αυτό το χρήμα στηρίχτηκε ο κατασκευαστικός κλάδος και άλλοι τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας και αγοράστηκαν κατοικίες από πολίτες που χρεώθηκαν πέρα από τις οικονομικές τους δυνατότητες, με αποτέλεσμα να σκάσει κάποια στιγμή η φούσκα των στεγαστικών δανείων και από εκείνο το σημείο εκδηλώθηκε η παγκόσμια οικονομική κρίση, η διάρκεια της οποίας και οι συνέπειές της δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν. Για την ώρα, οι χρεωκοπίες τραπεζών, οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι μαζικές απολύσεις και τα οξυμένα δημοσιονομικά προβλήματα πολλών εθνικών οικονομιών συνθέτουν ένα γκρίζο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που προκαλεί έναν αρνητικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα όλων μας.
Με την αποβιομηχάνιση στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του Κέντρου, οι ιθύνοντες αποδυνάμωσαν ένα ενοχλητικό γι’αυτές κοινωνικό υποκείμενο (τη βιομηχανική εργατική τάξη) που στο παρελθόν τους είχε προκαλέσει ουκ ολίγους πονοκεφάλους με τις απεργίες και με τις μισθολογικές διεκδικήσεις της. Αυτό όμως αποδείχτηκε μια κίνηση μπούμερανγκ, καθώς με τη συρρίκνωση και αποδυνάμωση της εργατικής τάξης αποδυναμώθηκαν επίσης ο παραγωγικός ιστός και η πραγματική οικονομία των χωρών αυτών, με κατάληξη τη σημερινή κρίση. Σε αυτό το σημείο, σαν να υπεισέρχεται η ειρωνία της ιστορίας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο κόσμος της εργασίας έχει τον τρόπο να εκδικείται έμμεσα, ακόμα και όταν δεν έχει την πολιτική δύναμη να προωθήσει τα συμφέροντά του.
Η αντιμετώπιση της κρίσης
Τους τελευταίους μήνες, με την επιδείνωση της κρίσης, ακούστηκαν φωνές για κεϊνσιανές πολιτικές αναθέρμανσης της οικονομίας μέσω αυξημένων δημόσιων επενδύσεων και τόνωσης της ζήτησης. Με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ομπάμα, δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι θα ασκηθεί μια τέτοια κυβερνητική πολιτική. Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με εξαίρεση τη Βρετανία, παρουσιάζεται διστακτική ως αρνητική ως προς την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Σε αυτό το σημείο τίθενται δυο ερωτήματα: α) πώς εξηγείται αυτή η διαφορά προσέγγισης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης και β) σε τί βαθμό είναι κεϊνσιανή η οικονομική πολιτική που τώρα ακολυθούν οι ΗΠΑ, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης διαχείρισης.
Για να απαντηθεί το πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη δυο χαρακτηριστικά της βορειοαμερικάνικης οικονομίας. Το πρώτο είναι η ευκολία που έχουν οι ΗΠΑ να εξασφαλίσουν κεφάλαια για δανεισμό, στο βαθμό που η κινέζικη οικονομία είναι διατεθειμένη να διοχετεύσει τα πλεονάσματα της στην αγορά ομολόγων του βορειοαμερικάνικου δημοσίου. Και φαίνεται πως η κινέζικη ηγεσία θα εξακολουθήσει αυτήν την τακτική, έστω και αν προβάλλει το αίτημα για αντικατάσταση του δολαρίου από ένα καλάθι νομισμάτων για τις διεθνείς συναλλαγές, διότι μια κατάρρευση της βορειοαμερικάνικης οικονομίας θα έπληττε καίρια τις κινέζικες εξαγωγές. Επομένως, οι ΗΠΑ μπορούν να συνεχίσουν να δανείζονται από το εξωτερικό, να κόβουν νέο χαρτονόμισμα για την εξυπηρέτηση του χρέους τους (μιας και το δολάριο παραμένει το κατεξοχήν νόμισμα των διεθνών συναλλαγών) και να χρηματοδοτούν τις δημόσιες επενδύσεις τους με σκοπό να τονωθεί η βιομηχανική δραστηριότητα. Η βορειοαμερικάνικη οικονομία είναι επίσης λιγότερο εξωστρεφής από αυτήν της ΕΕ, κρίνοντας από το λιγότερο ποσοστό εξαγωγών και τη μικρότερη εισροή ξένου κεφαλαίου ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Αυτός ο παράγοντας συμβάλλει στο να καλλιεργηθεί στους βορειοαμερικάνους ιθύνοντες ότι είναι δυνατή η διέξοδος από την κρίση μέσω της τόνωσης της εγχώριας αγοράς.
Από την άλλη πλευρά οι οικονομίες των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών έχουν έναν εντονότερο εξαγωγικό προσανατολισμό, η ανάπτυξή τους εξαρτάται περισσότερο από την εισροή ξένου κεφαλαίου και δεν μπορούν να δανειστούν με τους ευνοϊκούς όρους που δανείζονται οι ΗΠΑ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πρυτανεύουν στην ΕΕ οι λογικές της σφιχτής οικονομικής πολιτικής και του ελέγχου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, προσδοκώντας έναν θετικό αντίκτυπο στη δική της οικονομία, σε περίπτωση ανάκαμψης της βορειοαμερικάνικης υπερδύναμης. Στην πραγματικότητα, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων επιλογών στην οικονομική πολιτική, με έμφαση στη νομισματική σταθερότητα και με αυτονομία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απέναντι στις πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών, το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει ισχυροποιηθεί και διατηρεί την ηγεμονία στο μπλοκ εξουσίας. Πάντως, η εμμονή στο σκληρό ευρώ μπορεί να πλήξει περαιτέρω τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, που ακολουθούν μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική με τάση διολίσθησης του δολαρίου, και να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο η ευρωπαϊκή οικονομία.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, για το πόσο κεϊνσιανή είναι η ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ οικονομική πολιτική, καλό θα είναι να σταθούμε λίγο στις συζητήσεις που έγιναν κατά την πρόσφατη σύνοδο του G20 στο Λονδίνο. Για το ζήτημα του πόσο επεκτατικές θα έπρεπε να είναι οι δημοσιονομικές πολιτικές, υπήρξε σαφής διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Υπήρξε όμως, έστω και άρρητα, ένας κοινός τόπος: και οι δυο πλευρές απέφυγαν να αναφερθούν σε μέτρα κοινωνικής πολιτικής και κοινωνικού ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας (κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία και εκπαίδευση για όλους, κρατική εγγύηση για πλήρη απασχόληση). Με άλλα λόγια, στόχοι που διατυπώνονταν ρητά στις πολιτικές που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, τώρα εγκαταλείπονται για χάρη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Επομένως, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, κυρίως από πλευράς ΗΠΑ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νεοφιλελεύθερη στη βάση της με «ολίγον» και πιθανώς παροδικό κεϊνσιανισμό – κατ’αναλογίαν με την αλησμόνητη «ολίγην δημοκρατίαν» που εμείς οι Έλληνες απολαμβάναμε σε άλλους ταραγμένους καιρούς – ως προς το σκέλος των δημόσιων δαπανών για τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και οικονομική ανάπτυξη προς όφελος των εχόντων και κατεχόντων.
ΗΠΑ και Λατινική Αμερική
Η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν μπορεί να μην έχει αντίκτυπο και στη Λατινική Αμερική, που μέχρι πρόσφατα αντιμετωπίζονταν ως «η πίσω αυλή» των ΗΠΑ. Τουλάχιστον για την ώρα δεν εκδηλώνονται χρεωκοπίες στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις, όπως στη χρηματοπιστωτική κρίση του τέλους της δεκαετίας του’90 με αρχές του 2000. Ωστόσο, η σημερινή κρίση εμφανίζεται να έχει τρεις σοβαρές αρνητικές συνέπειες στις οικονομίες της περιοχής:
Η πρώτη συνέπεια είναι η εκτεταμένη απόσυρση κεφαλαίων από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη και τώρα αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Επί πλέον, λατινοαμερικάνικα ιδρύματα και επιχειρήσεις που τα τελευταία χρόνια είχαν δραστηριοποιηθεί στη διεθνή κεφαλαιαγορά, όπως για παράδειγμα συνταξιοδοτικά ταμεία με έδρα τη Χιλή, συσσώρευσαν πολλές ζημίες την τελευταία χρονιά και τίθεται θέμα βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αυτής της χώρας (σοδομημένα ομόλογα ήθελαν κι’αυτοί και τώρα πληρώνουν για τις επενδυτικές τους επιλογές).
Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι πλήττεται η βιομηχανία με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ένα τέτοιο πρόβλημα αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων χωρών και το Μεξικό, η βιομηχανία συναρμολόγησης αυτοκινήτων του οποίου, που απευθύνεται στη βορειοαμερικάνικη αγορά, τώρα πλήττεται καίρια από την κρίση.
Η τρίτη συνέπεια είναι η πτώση των τιμών των πρώτων υλών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πετρέλαιο, που αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την οικονομία πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η λατινοαμερικάνικη οικονομία, που μόλις την τελευταία πενταετία είχε αρχίσει να συνέρχεται από την προηγούμενη χρηματιστική κρίση, πλήττεται τώρα από τη νέα παγκόσμια κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, έστω και αν προς το παρόν δεν εμφανίζει τους αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Μέσα όμως σε αυτό το γκρίζο σκηνικό υπάρχουν ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής τα τελευταία πέντε με δέκα χρόνια κινούνται προς την κατεύθυνση της περιφερειακής ενοποίησης, μέσω της στενότερης οικονομικής συνεργασίας. Για τα διάφορα εγχειρήματα περιφερειακής ολοκλήρωσης, κυριότερα των οποίων είναι η ALBA και η MercoSur, έχουμε γράψει στο τ. 6 του Resistencias. Εδώ αναφέρουμε επιγραμματικά ότι η πρώτη ξεκίνησε με πρωτοβουλία Βενεζουέλας και Κούβας και στοχεύει ρητά στην ενδυνάμωση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της ηπείρου σε μια σοσιαλιστική προοπτική, ενώ η δεύτερη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη Βραζιλία και αποσκοπεί στην περιφερειακή ανάπτυξη με όρους ελεύθερης αγοράς υπό την ηγεμονία του κεφαλαίου που εδράζεται στη λατινοαμερικάνικη περιφέρεια.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι η Βραζιλία εδώ και χρόνια λειτουργεί ως υπο-ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιοχή, με τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες (διεκδικεί θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ) και με τη στρατιωτική της παρουσία εκτός συνόρων (από το 2004 έχει αναλάβει τη διοίκηση των στρατευμάτων που εγκαταστάθηκαν και ελέγχουν την κατάσταση στην Αϊτή). Και όπως συνήθως γίνεται, μαζί με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες υπάρχει και η έντονη δραστηριοποίηση του βραζιλιάνικου κεφαλαίου στις γειτονικές χώρες, κυρίως στο μεταλλευτικό τομέα, στην ενέργεια, στη γεωργία-κτηνοτροφία και στις κατασκευές. Και εκεί που υπάρχουν επενδυτικά συμφέροντα, υπάρχουν επίσης και ανταγωνισμοί και εντάσεις, πότε με την Αργεντινή και πότε με τη Βολιβία, την Παραγουάη ή το Εκουαδόρ, για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος άρθρου να μελετηθούν συγκεκριμένα.
Ανεξάρτητα όμως από τις συνθήκες και τις αντιθέσεις με τις οποίες προχωρούν τα εγχειρήματα περιφερειακής συνεργασίας των χωρών της Λατινικής Αμερικής, είναι σαφής η τάση αυτονόμησης από τις επιλογές της Ουάσιγκτον και μπορούν να οδηγήσουν σε νέες ισορροπίες μεταξύ του Βορρά και του Νότου αυτής της ηπείρου. Και στο βαθμό που θέλουμε να βλέπουμε τα πράγματα από μια αριστερή-κινηματική σκοπιά, στη διαμόρφωση αυτών των ισορροπιών μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο η στάση και η δράση των λαών της περιοχής, που διεκδικούν μια καλύτερη ζωή στα πλαίσια ενός κοινωνικά δίκαιου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.
ΗΠΑ και Ασία
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η Ιαπωνία, πιστή σύμμαχος των ΗΠΑ, ήταν η ισχυρότερη οικονομία στην ασιατική ήπειρο που, από ένα σημείο και μετά, κατέκτησε τη βορειοαμερικάνικη αγορά με τα βιομηχανικά της προϊόντα και διαμόρφωσε ένα πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο, με το οποίο αγόραζε ομόλογα του βορειοαμερικάνικου δημοσίου, διαθέτοντας έτσι πόρους στην υπερδύναμη για να διαχειριστεί τα δημοσιονομικά της ελλείμματα και να προωθήσει τα εξοπλιστικά της προγράμματα. Από τη δεκαετία του’80 εμφανίστηκαν στο προσκήνιο δυο άλλες αναβαθμισμένες οικονομίες, αυτές της Ν. Κορέας και της Ταϊβάν, που επίσης ήταν και είναι προσδεδεμένες στο βορειοαμερικάνικο άρμα, με αποτέλεσμα να παραμείνει ισχυρή η γεωπολιτική θέση των ΗΠΑ στην ασιατική ήπειρο, παρά την ήττα στο Βιετνάμ και τους ανταγωνισμούς με τη Σοβιετική Ένωση, την άλλη υπερδύναμη της εποχής.
Από τη δεκαετία του’90 και μετά, εμφανίστηκαν δυο άλλες ισχυρές οικονομικές δυνάμεις στην περιοχή, η Κίνα και η Ινδία. Ιδιαίτερα η Κίνα προσέλκυσε κεφάλαια από πολυεθνικές εταιρίες του δυτικού κόσμου, γνώρισε ταχύτατους ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης και εξελίχθηκε σε ένα δυναμικό κέντρο συσσώρευσης πλούτου. Όμως η ταχεία οικονομική ανάπτυξη συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες σε πετρέλαιο και σε άλλους φυσικούς πόρους, όπως και αγορές για την απορρόφηση της παραγωγής. Και αυτές οι ανάγκες είναι ισχυρό κίνητρο για την ενεργοποίηση της διπλωματίας και την αναζήτηση συμμαχιών και συνεργασιών σε διεθνές επίπεδο, έστω και ενάντια στα συμφέροντα της πρώτης πλανητικής δύναμης. Σε αυτά τα πλαίσια ιδρύθηκε το 2001 ο «Οργανισμός για τη Συνεργασία της Σαγκάης» (SCO), με συμμετοχή της Κίνας, της Ρωσίας, του Καζακστάν, της Κιργισίας, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν, με σκοπό την προώθηση της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας των σωρών αυτών. Βασικό διακύβευμα αυτής της πρωτοβουλίας είναι η πρόσβαση της Κίνας στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο των χωρών της Κεντρικής Ασίας. Πάντα με κίνητρο την ενέργεια, αλλά και άλλους φυσικούς πόρους, η Κίνα προωθεί οικονομική συνεργασία με το Ιράν, τη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία και με χώρες της Αφρικής.
Το δίχως άλλο οι ΗΠΑ ενοχλούνται με αυτές τις πρωτοβουλίες και δίνουν τη δική τους μάχη για επιροή στην Κεντρική Ασία και στους φυσικούς της πόρους. Για το λόγο αυτό υπάρχουν και σχεδιάζονται και άλλες βορειοαμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις σε χώρες της Κεντρικής Ασίας, που ενίοτε συνυπάρχουν με αντίστοιχες ρωσικές. Η στρατιωτική περιπέτεια στο Αφγανιστάν σχετίζεται το δίχως άλλο με τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον για έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Και η πρόσφατη απόφαση για πυρηνική συνεργασία με την Ινδία ερμηνεύεται ως απόπειρα των ΗΠΑ να ενεργοποιήσουν ένα ισχυρό αντίβαρο στην κινέζικη γεωπολιτική επέκταση και να της περιορίσουν την πρόσβαση στις θάλασσες της Νότιας Ασίας και στις οδούς μεταφοράς του πετρελαίου.
Χωρίς αμφιβολία οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας είναι τεταμένες και είναι εξαιρετικά ενοχλητικό για την ως τώρα πρώτη δύναμη του πλανήτη να αμφισβητείται η ηγεμονία της στην ασιατική ήπειρο και όχι μόνο σε αυτήν. Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχει ένα είδος οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των δυο χωρών. Η Κίνα χρειάζεται τη βορειοαμερικάνικη αγορά για να προωθήσει τα προϊόντα της. Και οι ΗΠΑ χρειάζονται έναν εύρωστο αγοραστή για τα ομόλογά τους ώστε να εξασφαλίσουν πόρους για να κινήσουν την οικονομία τους ώστε να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση από την οποία μαστίζονται. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, είναι νομίζω λογικό να εκτιμήσουμε ότι συμφέρει και τις δυο πλευρές να αποφύγουν τις πολλές εντάσεις και να αναζητήσουν έναν τρόπο ειρηνικής συνύπαρξης, με μια αναπόφευκτη αναβάθμιση της Κίνας ως γεωπολιτικής δύναμης.
Σκέψεις για το τί μέλλει γενέσθαι
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο θα διαρκέσει η κρίση και ποιό θα είναι το νέο οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο που θα διαμορφωθεί. Αρκετοί προδικάζουν το τέλος των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, όμως σε αυτήν την εκτίμηση υπάρχουν ενστάσεις, που εδράζονται σε κάποια πλεονεκτήματα που διατηρούν οι ΗΠΑ σε σχέση με άλλες χώρες.
Το πρώτο και εμφανές πλεονέκτημα είναι η βορειοαμερικάνικη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή, που αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα γεωπολιτικής ισχύος.
Το δεύτερο είναι η αφθονία των φυσικών πόρων, που αποτελούν τη βάση για μια ισχυρή οικονομία.
Το τρίτο είναι η ενοποιημένη οικονομία αυτής της χώρας, που εξασφαλίζει έτσι τη δυνατότητα για κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό στοχευμένων παρεμβάσεων σε τομείς όπως η προσφορά χρήματος, οι κατασκευές και η βιομηχανία, σε τρόπο ώστε να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και να ξεπεραστεί η κρίση. Και το βλέπουμε αυτό τους τελευταίους μήνες, όπου η κυβέρνηση Ομπάμα έχει πάρει πολύ περισσότερες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας (χρηματοδότηση κρατικών επενδύσεων, κρατική στήριξη τομέων της βιομηχανίας με στρατηγική σημασία), απ’όσο οι χώρες της ΕΕ, η πλειοψηφία των οποίων παρουσιάζεται μάλλον αμήχανη απέναντι στην επιδεινούμενη κρίση. Στην πραγματικότητα, όσο οι χώρες της Ευρώπης δεν προχωρούν σε μια ουσιαστική πολιτική ενοποίηση, με τη συμμετοχή μάλιστα της Ρωσίας που διαθέτει άφθονους φυσικούς πόρους, η ήπειρος αυτή δεν θα μπορεί να υπερκεράσει σε ισχύ τη Βόρεια Αμερική.
Το τέταρτο είναι ότι το δολάριο παραμένει το κατ’εξοχήν νόμισμα των διεθνών συναλλαγών και το διεθνοποιημένο κεφάλαιο εξακολουθεί να τοποθετείται στις βορειοαμερικάνικες τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, παρέχοντας έτσι πόρους με τους οποίους μπορεί η βορειοαμερικάνικη οικονομία να οδηγηθεί κάποια στιγμή στην ανάπτυξη.
Οι τέσσερεις αυτοί παράγοντες συνηγορούν στο ότι οι ΗΠΑ μπορούν να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους ως γεωπολιτική δύναμη, απέναντι σε μια Ευρώπη που έχει ακόμα να κάνει πολλά για την ουσιαστική της ενοποίηση και απέναντι σε μια Κίνα και σε μια Ινδία που είναι βέβαια οικονομίες μεγάλου μεγέθους, αλλά, όπως επισημαίνει ο Τσόμσκι, έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά εσωτερικά προβλήματα που αποτελούν τροχοπέδη ως προς την εξέλιξή τους σε κυρίαρχες δυνάμεις στη διεθνή οικονομία και πολιτική.
Για να έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα των προοπτικών των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, νομίζω πως θα πρέπει να σταθούμε και σε δυο άλλα σημεία.
Το πρώτο είναι ότι αρχίζουν να ακούγονται φωνές, κυρίως από την πλευρά της Κίνας, για αντικατάσταση του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές από ένα καλάθι νομισμάτων στο οποίο, εκτός από το δολάριο, να συμμετέχουν το Ευρώ, το κινέζικο γιουάν και το ιαπωνικό γιεν. Μια τέτοια εξέλιξη, που δεν αποκλείεται να υλοποιηθεί κάποια στιγμή, μπορεί να στερήσει εξωτερικούς χρηματικούς πόρους από τη βορειοαμερικάνικη οικονομία και αναπόφευκτα να πλήξει το δυναμικό της.
Το δεύτερο είναι ότι η Κίνα δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να στηρίξει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) με περισσότερα κεφάλαια, διεκδικεί όμως μια αναβαθμισμένη θέση στο μηχανισμό λήψης αποφάσεων αυτού του οργανισμού. Με άλλα λόγια, η Κίνα ζητάει να μην έχουν οι ΗΠΑ τον πρώτο λόγο ως προς το πού και πώς θα αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι. Αποδοχή αυτού του αιτήματος συνεπάγεται νέες ισορροπίες στη διεθνή οικονομία, που επίσης μπορούν να αποβούν σε βάρος των συμφερόντων της μέχρι τώρα κυρίαρχης υπερδύναμης.
Μια εκτίμηση λοιπόν που θα αποτολμούσα να κάνω για το μέλλον είναι ότι οι ΗΠΑ παραμένουν ηγέτιδα δύναμη, θα υποχρεωθούν όμως να μοιραστούν ισχύ τόσο με Ευρώπη και Ιαπωνία, όσο και με τις δυο αναδυόμενες ασιατικές δυνάμεις (Κίνα και Ινδία) και ενδεχομένως και με τη Βραζιλία, ως εκπρόσωπο της Νότιας Αμερικής που κι’αυτή αναζητεί την αυτονομία της στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό. Τέλος η Ρωσία παραμένει μια πυρηνική δύναμη που έχει ανακάμψει τα τελευταία χρόνια με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, έστω και αν πλήττεται και αυτή σφοδρά από την κρίση των τελευταίων μηνών. Και τα γεγονότα του περασμένου Αυγούστου στη Γεωργία, καθώς και οι διπλωματικές κινήσεις προσέγγισης με Βενεζουέλα και Κούβα, υποδηλώνουν ότι η δύναμη αυτή αναζητεί θέση στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα και κάθε άλλο παρά αμελητέος θα είναι ο ρόλος της.
Ο χρόνος θα δείξει το κατά πόσον θα επαληθευθούν αυτές οι προβλέψεις...
Συμπεράσματα – συζήτηση
Το διεθνοποιημένο κεφάλαιο έχει την τάση να επενδύεται σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, προκειμένου να εξασφαλιστούν υψηλά ποσοστά κέρδους. Αυτή η κινητικότητα του κεφαλαίου είναι που ανέδειξε την Κίνα σε μεγάλη βιομηχανική δύναμη και, από την άλλη πλευρά, επέφερε αποβιομηχάνιση σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική.
Σε αυτό το σημείο όμως επέρχεται μια ανισορροπία μεταξύ της σφαίρας της παραγωγής και της σφαίρας της κατανάλωσης. Σε ένα κοινωνικό περιβάλλον με ανεργία, υποαπασχόληση, χαμηλούς μισθούς, επομένως σε ένα περιβάλλον χαμηλής ζήτησης, το παραγόμενο προϊόν δυσκολεύεται να απορροφηθεί. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ξεσπάει η κρίση υπερπαραγωγής-υποκατανάλωσης (όρος που δανείζομαι από τον Ατίλιο Μπορόν) και μια τέτοια κρίση είναι αυτή που ζούμε τώρα.
Στην προηγούμενη ενότητα μιλήσαμε για πιθανή ανακατανομή ισχύος μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης, Ρωσίας, Ιαπωνίας και αναδυόμενων βιομηχανικών δυνάμεων, στα πλαίσια πάντα ενός καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, αυτή η ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, που είναι σύμφυτη με τη λογική του μέγιστου κέρδους που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική οικονομία, μας οδηγεί σε ένα πιο θεμελώδες ερώτημα:
Πόσο λειτουργική και πόσο ανεκτή είναι για την πλειοψηφία του πληθυσμού, που δεν ανήκει στα προνομιούχα στρώματα, η λογική της εμπορευματικής παραγωγής και της μεγιστοποίησης του κέρδους, όταν αυτή οδηγεί σε μια τόσο βαθειά κρίση, που επιφέρει τόσα κοινωνικά δεινά και που δεν είναι η μοναδική φορά που συμβαίνει;
Θέτοντας αυτό το ερώτημα σαλπάρουμε για την αναζήτηση της «ουτοπίας», όχι με την έννοια του μη υλοποιήσιμου ευσεβούς πόθου αλλά με την έννοια του προτάγματος για έναν ορθολογικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο παραγωγής, που αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει αλλά που μπορεί να εμφανιστεί στο προσκήνιο και να λειτουργήσει αν ο ίδιος ο κόσμος πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Πρόκειται για το κλασσικό πρόταγμα της κάθε Αριστεράς που έδρασε τα τελευταία διακόσια χρόνια, που επανειλημμένα διαψεύστηκε και ευτελίστηκε στην πράξη, αλλά που επανέρχεται στη συζήτηση για άλλη μια φορά, μπροστά στην κρίση και στα αδιέξοδα που έχουμε μπροστά μας.
Γιώργος
Πηγές
Borón A., 2009: “De la guerra infinita a la crisis infinita”. Ανακοίνωση στην 11η Διεθνή Συνάντηση Οικονομολόγων για την Παγκοσμιοποίηση και τα Προβλήματα Ανάπτυξης, Αβάνα, Κούβα, 2-6 Μαρτίου 2009.
Katz C., 2009: “América Latina frente a la crisis global”. www.lahaine.org/katz
Tamames R., 1988: “Estructura económica internacional”. Alianza Universidad.
Γ. Σ., 2005: «Καύκασος και Κεντρική Ασία: Ενέργεια και γεωπολιτικές αντιθέσεις». Resistencias, τ. 5, Απρίλιος 2007.
Γ. Σ., 2007: «ALBA, ALCA, MERCOSUR: Τρία διαφορετικά εγχειρήματα περιφερειακής ολοκλήρωσης». Resistencias, τ. 6, Ιούλιος 2007.
Καντάς Ι., 2008: «Ο πλανήτης γέρνει προς την ανατολή!». «Ποντίκι Global», 24 Δεκεμβρίου 2008.
Τσόμσκι Ν., 2009: «Μια Νέα Αμερικάνικη Εποχή;». Συνέντευξη με τον Χ. Πολυχρονίου, «Ελευθεροτυπία», 11, 12, 13 Μαρτίου 2009.
Φωτόπουλος Τ., 2008: «Η κρίση και η ανισότητα». «Ελευθεροτυπία», 22 Νοεμβρίου 2008.
Φωτόπουλος Τ., 2009: «Η διαμάχη στην υπερεθνική ελίτ για την κρίση». «Ελευθεροτυπία», 28 Μαρτίου 2009.
Οι διεθνείς σχέσεις των τελευταίων εξήντα ετών θεμελιώθηκαν πάνω στην πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, ως ηγετικής οικονομικής και πολιτικο-στρατιωτικής δύναμης. Η ηγεμονία αυτή δεν υπήρξε ούτε αδιαμφισβήτητη ούτε ακλόνητη. Τις πρώτες τέσσερεις μεταπολεμικές δεκαετίες υπήρχε το αντίπαλο δέος για τον καπιταλιστικό κόσμο (η Σοβιετική Ένωση) και γύρω από αυτό το δίπολο των δυο υπερδυνάμεων οικοδομήθηκαν συμμαχίες και γεωπολιτικές ισορροπίες. Κάποια στιγμή, με την ήττα στο Βιετνάμ και την ύφεση της δεκαετίας του’70, διατυπώθηκαν σενάρια περί υποβάθμισης των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης και στροφής της προς ένα νεο-απομονωτισμό. Οι δεκαετίες του’80 και του’90, με τα γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα («πόλεμος των άστρων») και τη διάλυση του Ανατολικού Συνασπισμού, διέψευσαν αυτές τις εκτιμήσεις και δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι ο καπιταλισμός, στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, είναι τάχα άτρωτος και ότι η βορειοαμερικάνικη παγκόσμια κυριαρχία θα εξακολουθήσει και στις πρώτες τουλάχιστον δεκαετίες του 21ου αιώνα.
Ωστόσο η οικονομική κρίση που ζούμε τον τελευταίο χρόνο, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ ως χρηματοπιστωτική κρίση και που στην πορεία έπληξε όλον τον κόσμο προσλαμβάνοντας χαρακτηριστικά διαρθρωτικής κρίσης, εύλογα επαναφέρει στο προσκήνιο έναν προβληματισμό για τη βιωσιμότητα των ΗΠΑ ως πρώτης πλανητικής δύναμης και για πιθανές νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που μπορούν να προκύψουν τα επόμενα χρόνια. Στις παρούσες συνθήκες, είναι δύσκολο για κάποιον να είναι προφήτης, όσο και παρακινδυνευμένο να μιλάει κανείς με βεβαιότητες για το τί μέλλει γενέσθαι. Αξίζει όμως να τεθούν επί τάπητος ζητήματα σε σχέση με τη μελλοντική θέση των ΗΠΑ ως οικονομικής και πολιτικο-στρατιωτικής δύναμης, καθότι ενδεχόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις μας αφορούν όλους, για καλό ή για κακό.
Σε αυτό το άρθρο, αρχικά παρουσιάζονται με συντομία οι οικονομικοί κυρίως όροι κάτω από τους οποίους αναδείχτηκαν οι ΗΠΑ ως ηγεμονική δύναμη του πλανήτη. Στη συνέχεια σχολιάζονται οι ανισορροπίες που προέκυψαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, συνέπεια των οποίων ήταν η ύφεση της δεκαετίας του’70 και οι οικονομικές αναδιαρθρώσεις που σημάδεψαν την πρωτοκαθεδρία του νεοφιλελευθερισμού, στις δυο δεκαετίες που ακολούθησαν. Μετά επιχειρείται μια ερμηνεία της παρούσας οικονομικής κρίσης και το πώς αντιμετωπίζεται αυτή από τις κυρίαρχες ελίτ σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Η επιχειρούμενη αυτονόμηση της Λατινικής Αμερικής από τον ισχυρό βόρειο γείτονα, καθώς και η στάση των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της Ασίας, κυρίως Κίνας και Ιαπωνίας, είναι τα επόμενα ζητήματα που θίγονται. Τέλος, διατυπώνονται κάποιες σκέψεις για τις προοπτικές των ΗΠΑ ως πλανητικής δύναμης.
Από το Μπρέτον Γουντς στην ύφεση της δεκαετίας του’70
Από πριν ακόμα τελειώσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν φανερό το ποιά δύναμη θα πρωταγωνιστούσε στη διεθνή πολιτική και οικονομία κατά τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν. Οι ΗΠΑ διέθεταν πλουτοπαραγωγικούς πόρους σε αφθονία, είχαν ένα μεγάλο βιομηχανικό δυναμικό που όχι μόνο δεν είχε πληγεί αλλά απεναντίας είχε αυξηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και είχαν επίσης μεγάλα αποθέματα χρυσού που ενέπνεαν εμπιστοσύνη στους εμπορικούς εταίρους της. Αυτά τα αποθέματα επρόκειτο να παίξουν ρόλο-κλειδί στη διεθνή μεταπολεμική τάξη πραγμάτων.
Αυτό που απασχολούσε τις καπιταλιστικές οικονομίες της εποχής ήταν το πώς θα επανέκαμπτε το διεθνές εμπόριο, μέσω νομισματικών κανόνων που θα διευκόλυναν τις συναλλαγές μεταξύ χωρών, ώστε να ξεπεραστούν οι εμπορικοί πόλεμοι και η δυσπραγία του μεσοπολέμου. Και η λύση δόθηκε στη διεθνή διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, το 1944, όπου τα συμβαλλόμενα κράτη αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον κανόνα της μετατρεψιμότητας του συναλλάγματος σε χρυσό. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, ορίζονταν μια σταθερή ισοτιμία του δολαρίου ως προς το χρυσό (35 δολάρια η ουγκιά) και μια σταθερή ισοτιμία των άλλων νομισμάτων ως προς το δολάριο. Οι διεθνείς συναλλαγές προβλέπονταν να γίνονται σε δολάρια, μέσω των οποίων μπορούσαν οι εταίροι να αγοράζουν χρυσό, αν το επιθυμούσαν (μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό). Επομένως το κάθε δολάριο που κυκλοφορούσε στην αγορά αποτιμώνταν σε μονάδες άλλων εθνικών νομισμάτων και εξέφραζε και μια ποσότητα χρυσού που παρέμενε φυλαγμένη στο θησαυροφυλάκιο του Φορτ Νοξ. Αυτή η σταθερή σύνδεση και η μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό ενέπνεε εμπιστοσύνη στους εμπορικούς εταίρους και, σε συνδυασμό με την οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ προς τις χώρες της Ευρώπης (εκτός Ανατολικού Συνασπισμού), έδωσε ώθηση σε μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη σε διεθνή κλίμακα.
Όμως, καθώς οι βορειοαμερικάνικες πολυεθνικές εταιρίες δραστηριοποιούνταν σε χώρες εκτός ΗΠΑ, οι οποίες εξελίχθηκαν σε νέα κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου, η εγχώρια παραγωγή άρχισε να υστερεί σε σχέση με τη ζήτηση, οπότε εμφανίστηκαν εμπορικά ελλείμματα με τάσεις διόγκωσης. Επί πλέον, τα εξοπλιστικά προγράμματα, οι πολεμικές περιπέτειες (κυρίως στο Βιετνάμ) και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας της δεκαετίας του’60, ως αποτέλεσμα της πίεσης του κινήματος του νέγρικου πληθυσμού και της νεολαίας, επέφεραν εξίσου μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Για να αντιμετωπιστούν τα εμπορικά και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έκοβε χαρτονομίσματα τα οποία θεωρητικά παρέμεναν σε σταθερή ισοτιμία με το χρυσό, όμως ο όγκος τους όλο και μεγάλωνε και, από τη δεκαετία του’60, ήταν σαφές ότι τα αποθέματα σε χρυσό δεν κάλυπταν τον όγκο των χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούσαν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η εμπιστοσύνη των επενδυτών στο δολάριο κλονίζονταν, η ζήτηση σε χρυσό δυνάμωνε και εκδηλώνονταν πληθωριστικές πιέσεις τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη όπου κυκλοφορούσε μεγάλος όγκος «πράσινων» χαρτονομισμάτων (τα λεγόμενα «ευρωδολάρια»). Το 1971 η κυβέρνηση Νίξον κατάργησε τη σταθερή ισοτιμία και τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, με αποτέλεσμα αφενός ο χρυσός να ακολουθήσει μια ξέφρενη ανοδική πορεία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του’80 και αφετέρου το δολάριο να παραμείνει το νόμισμα των διεθνών συναλλαγών, χωρίς όμως να έχει κάποια σταθερή αξιακή σχέση με το χρυσό και να εκδηλώνει τάσεις διολίσθησης απέναντι σε άλλα ισχυρά νομίσματα, όπως το γερμανικό μάρκο και το ιαπωνικό γιεν. Μιλάμε λοιπόν για το πέρασμα από τον κανόνα του μετατρέψιμου συναλλάγματος σε χρυσό στον κανόνα του δολαρίου, που επέφερε ένα αίσθημα ανασφάλειας στις διεθνείς συναλλαγές και ακόμα εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις, ιδίως όταν εκδηλώθηκε η ενεργειακή κρίση του 1973, που αύξησε απότομα το κόστος παραγωγής πολλών προϊόντων και λειτούργησε ως καταλύτης για την οικονομική ύφεση των επόμενων χρόνων. Εκείνη την εποχή συζητήθηκε πολύ στη διεθνή κοινότητα η βιωσιμότητα των ΗΠΑ ως πρώτης δύναμης του πλανήτη.
Ο τρόπος που περιγράψαμε τα οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ και το πέρασμα από την ευημερία της δεκαετίας του’60 στην κρίση της δεκαετίας του’70, ίσως να φαίνεται κάπως τεχνοκρατικός, με όλες αυτές τις αναφορές στις νομισματικές ισοτιμίες και στα εμπορικά και δημοσιονομικά ελλείμματα. Όμως πίσω από αυτήν την περιγραφή, μπορεί κανείς να δει μια πολιτική και κινηματική διάσταση. Και για να γίνουμε πιο σαφείς: Τα δαπανηρά εξοπλιστικά προγράμματα στα οποία επιδόθηκαν οι ΗΠΑ τα μεταπολεμικά χρόνια, και τα οποία συνέτειναν στη δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αποσκοπούσαν σε μεγάλο βαθμό στο να διατηρήσουν θέσεις εργασίας, άρα και το επίπεδο κατανάλωσης του πληθυσμού, ώστε να αποφευχθεί η οικονομική δυσπραγία και η κοινωνική δυσφορία του μεσοπολέμου, που είχε φοβίσει αρκετά τους κρατούντες. Οι επίσης προβληματικές δαπάνες για τον πόλεμο του Βιετνάμ, μπορούν να ειδωθούν ως έμμεσο αποτέλεσμα πίεσης από την πλευρά των κινημάτων του Τρίτου Κόσμου προς τις άρχουσες τάξεις της Μητρόπολης. Και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας της κυβέρνησης Τζόνσον περί τα μέσα της δεκαετίας του’60, απέβλεπαν στο να αμβλύνουν τις έντονες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις της εποχής. Να το πούμε με τη συνήθη μαρξιστική ορολογία, ήταν η «ταξική πάλη» ο παράγοντας που «σε τελευταία ανάλυση» προκάλεσε τη νομισματική αστάθεια και την οικονομική ύφεση της δεκαετίας του’70. Μια τέτοια ερμηνεία δεν απολαμβάνει γενικής αποδοχής, έχει και τους υποστηρικτές της και τους επικριτές της, όμως νομίζω πως αξίζει να ληφθεί υπόψη και να συζητηθεί.
Από τις αναδιαρθρώσεις της δεκαετίας του’80 στη σημερινή κρίση
Από τα μέσα της δεκαετίας του’70, σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική άρχισαν να κλείνουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, να απολύεται πολυάριθμο προσωπικό και να προωθείται η αυτοματοποίηση στην παραγωγική διαδικασία, η οποία όμως δεν ήταν από μόνη της αρκετή για στηρίξει τη βιομηχανία. Η κατάσταση αυτή εντάθηκε μετά το’80, όπου έκλειναν σωρηδόν εργοστάσια αυτοκινήτων, μεταλουργικές μονάδες, ναυπηγεία και υφαντουργεία. Οι πολυεθνικές εταιρίες μετέφεραν ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, εκμεταλλευόμενες το φθηνό εργατικό δυναμικό που εξασφάλιζε υψηλά ποσοστά κέρδους. Χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία εξελίχτηκαν σε νέα κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου και τα βιομηχανικά τους προϊόντα διοχετεύτηκαν στις αγορές της Δύσης, βοηθούσης και της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου που κατάργησε δασμολογικούς περιορισμούς.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ και το εξωτερικό της χρέος διογκώθηκαν ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, το δολάριο παρέμεινε το κατεξοχήν διεθνές νόμισμα για τις εμπορικές συναλλαγές, με τη στήριξη των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, που απέτρεψαν την απαξίωσή του. Επί πλέον, οι ΗΠΑ διατηρήθηκαν και εξελίχτηκαν περαιτέρω ως το κύριο χρηματοπιστωτικό κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Ένα μεγάλο μέρος από τα συσσωρευόμενα πλεονάσματα στις νέες βιομηχανικές δυνάμεις του Τρίτου Κόσμου διοχετεύτηκε προς τους βορειοαμερικάνικους (και ευρωπαϊκούς) χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, μέσω αγοράς ομολόγων και άλλου τύπου κερδοσκοπικών τοποθετήσεων. Με αυτό το δανεικό χρήμα η βορειοαμερικάνικη οικονομία μπορούσε να διαχειριστεί τα ελλείμματά της και οι κάθε λογής κεφαλαιούχοι, χρηματιστές και λοιποί αεριτζήδες της Γουώλ Στρητ μπορούσαν με τη σειρά τους να αποκομίζουν μεγάλα κέρδη δανείζοντας χρήμα σε ιδιώτες και σε διάφορα νομικά πρόσωπα. Με αυτό το χρήμα στηρίχτηκε ο κατασκευαστικός κλάδος και άλλοι τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας και αγοράστηκαν κατοικίες από πολίτες που χρεώθηκαν πέρα από τις οικονομικές τους δυνατότητες, με αποτέλεσμα να σκάσει κάποια στιγμή η φούσκα των στεγαστικών δανείων και από εκείνο το σημείο εκδηλώθηκε η παγκόσμια οικονομική κρίση, η διάρκεια της οποίας και οι συνέπειές της δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν. Για την ώρα, οι χρεωκοπίες τραπεζών, οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι μαζικές απολύσεις και τα οξυμένα δημοσιονομικά προβλήματα πολλών εθνικών οικονομιών συνθέτουν ένα γκρίζο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που προκαλεί έναν αρνητικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα όλων μας.
Με την αποβιομηχάνιση στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του Κέντρου, οι ιθύνοντες αποδυνάμωσαν ένα ενοχλητικό γι’αυτές κοινωνικό υποκείμενο (τη βιομηχανική εργατική τάξη) που στο παρελθόν τους είχε προκαλέσει ουκ ολίγους πονοκεφάλους με τις απεργίες και με τις μισθολογικές διεκδικήσεις της. Αυτό όμως αποδείχτηκε μια κίνηση μπούμερανγκ, καθώς με τη συρρίκνωση και αποδυνάμωση της εργατικής τάξης αποδυναμώθηκαν επίσης ο παραγωγικός ιστός και η πραγματική οικονομία των χωρών αυτών, με κατάληξη τη σημερινή κρίση. Σε αυτό το σημείο, σαν να υπεισέρχεται η ειρωνία της ιστορίας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο κόσμος της εργασίας έχει τον τρόπο να εκδικείται έμμεσα, ακόμα και όταν δεν έχει την πολιτική δύναμη να προωθήσει τα συμφέροντά του.
Η αντιμετώπιση της κρίσης
Τους τελευταίους μήνες, με την επιδείνωση της κρίσης, ακούστηκαν φωνές για κεϊνσιανές πολιτικές αναθέρμανσης της οικονομίας μέσω αυξημένων δημόσιων επενδύσεων και τόνωσης της ζήτησης. Με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ομπάμα, δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι θα ασκηθεί μια τέτοια κυβερνητική πολιτική. Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με εξαίρεση τη Βρετανία, παρουσιάζεται διστακτική ως αρνητική ως προς την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Σε αυτό το σημείο τίθενται δυο ερωτήματα: α) πώς εξηγείται αυτή η διαφορά προσέγγισης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης και β) σε τί βαθμό είναι κεϊνσιανή η οικονομική πολιτική που τώρα ακολυθούν οι ΗΠΑ, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης διαχείρισης.
Για να απαντηθεί το πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη δυο χαρακτηριστικά της βορειοαμερικάνικης οικονομίας. Το πρώτο είναι η ευκολία που έχουν οι ΗΠΑ να εξασφαλίσουν κεφάλαια για δανεισμό, στο βαθμό που η κινέζικη οικονομία είναι διατεθειμένη να διοχετεύσει τα πλεονάσματα της στην αγορά ομολόγων του βορειοαμερικάνικου δημοσίου. Και φαίνεται πως η κινέζικη ηγεσία θα εξακολουθήσει αυτήν την τακτική, έστω και αν προβάλλει το αίτημα για αντικατάσταση του δολαρίου από ένα καλάθι νομισμάτων για τις διεθνείς συναλλαγές, διότι μια κατάρρευση της βορειοαμερικάνικης οικονομίας θα έπληττε καίρια τις κινέζικες εξαγωγές. Επομένως, οι ΗΠΑ μπορούν να συνεχίσουν να δανείζονται από το εξωτερικό, να κόβουν νέο χαρτονόμισμα για την εξυπηρέτηση του χρέους τους (μιας και το δολάριο παραμένει το κατεξοχήν νόμισμα των διεθνών συναλλαγών) και να χρηματοδοτούν τις δημόσιες επενδύσεις τους με σκοπό να τονωθεί η βιομηχανική δραστηριότητα. Η βορειοαμερικάνικη οικονομία είναι επίσης λιγότερο εξωστρεφής από αυτήν της ΕΕ, κρίνοντας από το λιγότερο ποσοστό εξαγωγών και τη μικρότερη εισροή ξένου κεφαλαίου ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Αυτός ο παράγοντας συμβάλλει στο να καλλιεργηθεί στους βορειοαμερικάνους ιθύνοντες ότι είναι δυνατή η διέξοδος από την κρίση μέσω της τόνωσης της εγχώριας αγοράς.
Από την άλλη πλευρά οι οικονομίες των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών έχουν έναν εντονότερο εξαγωγικό προσανατολισμό, η ανάπτυξή τους εξαρτάται περισσότερο από την εισροή ξένου κεφαλαίου και δεν μπορούν να δανειστούν με τους ευνοϊκούς όρους που δανείζονται οι ΗΠΑ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πρυτανεύουν στην ΕΕ οι λογικές της σφιχτής οικονομικής πολιτικής και του ελέγχου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, προσδοκώντας έναν θετικό αντίκτυπο στη δική της οικονομία, σε περίπτωση ανάκαμψης της βορειοαμερικάνικης υπερδύναμης. Στην πραγματικότητα, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων επιλογών στην οικονομική πολιτική, με έμφαση στη νομισματική σταθερότητα και με αυτονομία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απέναντι στις πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών, το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει ισχυροποιηθεί και διατηρεί την ηγεμονία στο μπλοκ εξουσίας. Πάντως, η εμμονή στο σκληρό ευρώ μπορεί να πλήξει περαιτέρω τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, που ακολουθούν μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική με τάση διολίσθησης του δολαρίου, και να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο η ευρωπαϊκή οικονομία.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, για το πόσο κεϊνσιανή είναι η ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ οικονομική πολιτική, καλό θα είναι να σταθούμε λίγο στις συζητήσεις που έγιναν κατά την πρόσφατη σύνοδο του G20 στο Λονδίνο. Για το ζήτημα του πόσο επεκτατικές θα έπρεπε να είναι οι δημοσιονομικές πολιτικές, υπήρξε σαφής διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Υπήρξε όμως, έστω και άρρητα, ένας κοινός τόπος: και οι δυο πλευρές απέφυγαν να αναφερθούν σε μέτρα κοινωνικής πολιτικής και κοινωνικού ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας (κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία και εκπαίδευση για όλους, κρατική εγγύηση για πλήρη απασχόληση). Με άλλα λόγια, στόχοι που διατυπώνονταν ρητά στις πολιτικές που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, τώρα εγκαταλείπονται για χάρη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Επομένως, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, κυρίως από πλευράς ΗΠΑ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νεοφιλελεύθερη στη βάση της με «ολίγον» και πιθανώς παροδικό κεϊνσιανισμό – κατ’αναλογίαν με την αλησμόνητη «ολίγην δημοκρατίαν» που εμείς οι Έλληνες απολαμβάναμε σε άλλους ταραγμένους καιρούς – ως προς το σκέλος των δημόσιων δαπανών για τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και οικονομική ανάπτυξη προς όφελος των εχόντων και κατεχόντων.
ΗΠΑ και Λατινική Αμερική
Η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν μπορεί να μην έχει αντίκτυπο και στη Λατινική Αμερική, που μέχρι πρόσφατα αντιμετωπίζονταν ως «η πίσω αυλή» των ΗΠΑ. Τουλάχιστον για την ώρα δεν εκδηλώνονται χρεωκοπίες στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις, όπως στη χρηματοπιστωτική κρίση του τέλους της δεκαετίας του’90 με αρχές του 2000. Ωστόσο, η σημερινή κρίση εμφανίζεται να έχει τρεις σοβαρές αρνητικές συνέπειες στις οικονομίες της περιοχής:
Η πρώτη συνέπεια είναι η εκτεταμένη απόσυρση κεφαλαίων από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη και τώρα αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Επί πλέον, λατινοαμερικάνικα ιδρύματα και επιχειρήσεις που τα τελευταία χρόνια είχαν δραστηριοποιηθεί στη διεθνή κεφαλαιαγορά, όπως για παράδειγμα συνταξιοδοτικά ταμεία με έδρα τη Χιλή, συσσώρευσαν πολλές ζημίες την τελευταία χρονιά και τίθεται θέμα βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αυτής της χώρας (σοδομημένα ομόλογα ήθελαν κι’αυτοί και τώρα πληρώνουν για τις επενδυτικές τους επιλογές).
Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι πλήττεται η βιομηχανία με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ένα τέτοιο πρόβλημα αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων χωρών και το Μεξικό, η βιομηχανία συναρμολόγησης αυτοκινήτων του οποίου, που απευθύνεται στη βορειοαμερικάνικη αγορά, τώρα πλήττεται καίρια από την κρίση.
Η τρίτη συνέπεια είναι η πτώση των τιμών των πρώτων υλών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πετρέλαιο, που αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την οικονομία πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η λατινοαμερικάνικη οικονομία, που μόλις την τελευταία πενταετία είχε αρχίσει να συνέρχεται από την προηγούμενη χρηματιστική κρίση, πλήττεται τώρα από τη νέα παγκόσμια κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, έστω και αν προς το παρόν δεν εμφανίζει τους αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Μέσα όμως σε αυτό το γκρίζο σκηνικό υπάρχουν ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής τα τελευταία πέντε με δέκα χρόνια κινούνται προς την κατεύθυνση της περιφερειακής ενοποίησης, μέσω της στενότερης οικονομικής συνεργασίας. Για τα διάφορα εγχειρήματα περιφερειακής ολοκλήρωσης, κυριότερα των οποίων είναι η ALBA και η MercoSur, έχουμε γράψει στο τ. 6 του Resistencias. Εδώ αναφέρουμε επιγραμματικά ότι η πρώτη ξεκίνησε με πρωτοβουλία Βενεζουέλας και Κούβας και στοχεύει ρητά στην ενδυνάμωση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της ηπείρου σε μια σοσιαλιστική προοπτική, ενώ η δεύτερη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη Βραζιλία και αποσκοπεί στην περιφερειακή ανάπτυξη με όρους ελεύθερης αγοράς υπό την ηγεμονία του κεφαλαίου που εδράζεται στη λατινοαμερικάνικη περιφέρεια.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι η Βραζιλία εδώ και χρόνια λειτουργεί ως υπο-ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιοχή, με τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες (διεκδικεί θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ) και με τη στρατιωτική της παρουσία εκτός συνόρων (από το 2004 έχει αναλάβει τη διοίκηση των στρατευμάτων που εγκαταστάθηκαν και ελέγχουν την κατάσταση στην Αϊτή). Και όπως συνήθως γίνεται, μαζί με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες υπάρχει και η έντονη δραστηριοποίηση του βραζιλιάνικου κεφαλαίου στις γειτονικές χώρες, κυρίως στο μεταλλευτικό τομέα, στην ενέργεια, στη γεωργία-κτηνοτροφία και στις κατασκευές. Και εκεί που υπάρχουν επενδυτικά συμφέροντα, υπάρχουν επίσης και ανταγωνισμοί και εντάσεις, πότε με την Αργεντινή και πότε με τη Βολιβία, την Παραγουάη ή το Εκουαδόρ, για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος άρθρου να μελετηθούν συγκεκριμένα.
Ανεξάρτητα όμως από τις συνθήκες και τις αντιθέσεις με τις οποίες προχωρούν τα εγχειρήματα περιφερειακής συνεργασίας των χωρών της Λατινικής Αμερικής, είναι σαφής η τάση αυτονόμησης από τις επιλογές της Ουάσιγκτον και μπορούν να οδηγήσουν σε νέες ισορροπίες μεταξύ του Βορρά και του Νότου αυτής της ηπείρου. Και στο βαθμό που θέλουμε να βλέπουμε τα πράγματα από μια αριστερή-κινηματική σκοπιά, στη διαμόρφωση αυτών των ισορροπιών μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο η στάση και η δράση των λαών της περιοχής, που διεκδικούν μια καλύτερη ζωή στα πλαίσια ενός κοινωνικά δίκαιου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.
ΗΠΑ και Ασία
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η Ιαπωνία, πιστή σύμμαχος των ΗΠΑ, ήταν η ισχυρότερη οικονομία στην ασιατική ήπειρο που, από ένα σημείο και μετά, κατέκτησε τη βορειοαμερικάνικη αγορά με τα βιομηχανικά της προϊόντα και διαμόρφωσε ένα πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο, με το οποίο αγόραζε ομόλογα του βορειοαμερικάνικου δημοσίου, διαθέτοντας έτσι πόρους στην υπερδύναμη για να διαχειριστεί τα δημοσιονομικά της ελλείμματα και να προωθήσει τα εξοπλιστικά της προγράμματα. Από τη δεκαετία του’80 εμφανίστηκαν στο προσκήνιο δυο άλλες αναβαθμισμένες οικονομίες, αυτές της Ν. Κορέας και της Ταϊβάν, που επίσης ήταν και είναι προσδεδεμένες στο βορειοαμερικάνικο άρμα, με αποτέλεσμα να παραμείνει ισχυρή η γεωπολιτική θέση των ΗΠΑ στην ασιατική ήπειρο, παρά την ήττα στο Βιετνάμ και τους ανταγωνισμούς με τη Σοβιετική Ένωση, την άλλη υπερδύναμη της εποχής.
Από τη δεκαετία του’90 και μετά, εμφανίστηκαν δυο άλλες ισχυρές οικονομικές δυνάμεις στην περιοχή, η Κίνα και η Ινδία. Ιδιαίτερα η Κίνα προσέλκυσε κεφάλαια από πολυεθνικές εταιρίες του δυτικού κόσμου, γνώρισε ταχύτατους ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης και εξελίχθηκε σε ένα δυναμικό κέντρο συσσώρευσης πλούτου. Όμως η ταχεία οικονομική ανάπτυξη συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες σε πετρέλαιο και σε άλλους φυσικούς πόρους, όπως και αγορές για την απορρόφηση της παραγωγής. Και αυτές οι ανάγκες είναι ισχυρό κίνητρο για την ενεργοποίηση της διπλωματίας και την αναζήτηση συμμαχιών και συνεργασιών σε διεθνές επίπεδο, έστω και ενάντια στα συμφέροντα της πρώτης πλανητικής δύναμης. Σε αυτά τα πλαίσια ιδρύθηκε το 2001 ο «Οργανισμός για τη Συνεργασία της Σαγκάης» (SCO), με συμμετοχή της Κίνας, της Ρωσίας, του Καζακστάν, της Κιργισίας, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν, με σκοπό την προώθηση της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας των σωρών αυτών. Βασικό διακύβευμα αυτής της πρωτοβουλίας είναι η πρόσβαση της Κίνας στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο των χωρών της Κεντρικής Ασίας. Πάντα με κίνητρο την ενέργεια, αλλά και άλλους φυσικούς πόρους, η Κίνα προωθεί οικονομική συνεργασία με το Ιράν, τη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία και με χώρες της Αφρικής.
Το δίχως άλλο οι ΗΠΑ ενοχλούνται με αυτές τις πρωτοβουλίες και δίνουν τη δική τους μάχη για επιροή στην Κεντρική Ασία και στους φυσικούς της πόρους. Για το λόγο αυτό υπάρχουν και σχεδιάζονται και άλλες βορειοαμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις σε χώρες της Κεντρικής Ασίας, που ενίοτε συνυπάρχουν με αντίστοιχες ρωσικές. Η στρατιωτική περιπέτεια στο Αφγανιστάν σχετίζεται το δίχως άλλο με τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον για έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Και η πρόσφατη απόφαση για πυρηνική συνεργασία με την Ινδία ερμηνεύεται ως απόπειρα των ΗΠΑ να ενεργοποιήσουν ένα ισχυρό αντίβαρο στην κινέζικη γεωπολιτική επέκταση και να της περιορίσουν την πρόσβαση στις θάλασσες της Νότιας Ασίας και στις οδούς μεταφοράς του πετρελαίου.
Χωρίς αμφιβολία οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας είναι τεταμένες και είναι εξαιρετικά ενοχλητικό για την ως τώρα πρώτη δύναμη του πλανήτη να αμφισβητείται η ηγεμονία της στην ασιατική ήπειρο και όχι μόνο σε αυτήν. Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχει ένα είδος οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των δυο χωρών. Η Κίνα χρειάζεται τη βορειοαμερικάνικη αγορά για να προωθήσει τα προϊόντα της. Και οι ΗΠΑ χρειάζονται έναν εύρωστο αγοραστή για τα ομόλογά τους ώστε να εξασφαλίσουν πόρους για να κινήσουν την οικονομία τους ώστε να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση από την οποία μαστίζονται. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, είναι νομίζω λογικό να εκτιμήσουμε ότι συμφέρει και τις δυο πλευρές να αποφύγουν τις πολλές εντάσεις και να αναζητήσουν έναν τρόπο ειρηνικής συνύπαρξης, με μια αναπόφευκτη αναβάθμιση της Κίνας ως γεωπολιτικής δύναμης.
Σκέψεις για το τί μέλλει γενέσθαι
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο θα διαρκέσει η κρίση και ποιό θα είναι το νέο οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο που θα διαμορφωθεί. Αρκετοί προδικάζουν το τέλος των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, όμως σε αυτήν την εκτίμηση υπάρχουν ενστάσεις, που εδράζονται σε κάποια πλεονεκτήματα που διατηρούν οι ΗΠΑ σε σχέση με άλλες χώρες.
Το πρώτο και εμφανές πλεονέκτημα είναι η βορειοαμερικάνικη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή, που αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα γεωπολιτικής ισχύος.
Το δεύτερο είναι η αφθονία των φυσικών πόρων, που αποτελούν τη βάση για μια ισχυρή οικονομία.
Το τρίτο είναι η ενοποιημένη οικονομία αυτής της χώρας, που εξασφαλίζει έτσι τη δυνατότητα για κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό στοχευμένων παρεμβάσεων σε τομείς όπως η προσφορά χρήματος, οι κατασκευές και η βιομηχανία, σε τρόπο ώστε να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και να ξεπεραστεί η κρίση. Και το βλέπουμε αυτό τους τελευταίους μήνες, όπου η κυβέρνηση Ομπάμα έχει πάρει πολύ περισσότερες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας (χρηματοδότηση κρατικών επενδύσεων, κρατική στήριξη τομέων της βιομηχανίας με στρατηγική σημασία), απ’όσο οι χώρες της ΕΕ, η πλειοψηφία των οποίων παρουσιάζεται μάλλον αμήχανη απέναντι στην επιδεινούμενη κρίση. Στην πραγματικότητα, όσο οι χώρες της Ευρώπης δεν προχωρούν σε μια ουσιαστική πολιτική ενοποίηση, με τη συμμετοχή μάλιστα της Ρωσίας που διαθέτει άφθονους φυσικούς πόρους, η ήπειρος αυτή δεν θα μπορεί να υπερκεράσει σε ισχύ τη Βόρεια Αμερική.
Το τέταρτο είναι ότι το δολάριο παραμένει το κατ’εξοχήν νόμισμα των διεθνών συναλλαγών και το διεθνοποιημένο κεφάλαιο εξακολουθεί να τοποθετείται στις βορειοαμερικάνικες τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, παρέχοντας έτσι πόρους με τους οποίους μπορεί η βορειοαμερικάνικη οικονομία να οδηγηθεί κάποια στιγμή στην ανάπτυξη.
Οι τέσσερεις αυτοί παράγοντες συνηγορούν στο ότι οι ΗΠΑ μπορούν να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους ως γεωπολιτική δύναμη, απέναντι σε μια Ευρώπη που έχει ακόμα να κάνει πολλά για την ουσιαστική της ενοποίηση και απέναντι σε μια Κίνα και σε μια Ινδία που είναι βέβαια οικονομίες μεγάλου μεγέθους, αλλά, όπως επισημαίνει ο Τσόμσκι, έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά εσωτερικά προβλήματα που αποτελούν τροχοπέδη ως προς την εξέλιξή τους σε κυρίαρχες δυνάμεις στη διεθνή οικονομία και πολιτική.
Για να έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα των προοπτικών των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, νομίζω πως θα πρέπει να σταθούμε και σε δυο άλλα σημεία.
Το πρώτο είναι ότι αρχίζουν να ακούγονται φωνές, κυρίως από την πλευρά της Κίνας, για αντικατάσταση του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές από ένα καλάθι νομισμάτων στο οποίο, εκτός από το δολάριο, να συμμετέχουν το Ευρώ, το κινέζικο γιουάν και το ιαπωνικό γιεν. Μια τέτοια εξέλιξη, που δεν αποκλείεται να υλοποιηθεί κάποια στιγμή, μπορεί να στερήσει εξωτερικούς χρηματικούς πόρους από τη βορειοαμερικάνικη οικονομία και αναπόφευκτα να πλήξει το δυναμικό της.
Το δεύτερο είναι ότι η Κίνα δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να στηρίξει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) με περισσότερα κεφάλαια, διεκδικεί όμως μια αναβαθμισμένη θέση στο μηχανισμό λήψης αποφάσεων αυτού του οργανισμού. Με άλλα λόγια, η Κίνα ζητάει να μην έχουν οι ΗΠΑ τον πρώτο λόγο ως προς το πού και πώς θα αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι. Αποδοχή αυτού του αιτήματος συνεπάγεται νέες ισορροπίες στη διεθνή οικονομία, που επίσης μπορούν να αποβούν σε βάρος των συμφερόντων της μέχρι τώρα κυρίαρχης υπερδύναμης.
Μια εκτίμηση λοιπόν που θα αποτολμούσα να κάνω για το μέλλον είναι ότι οι ΗΠΑ παραμένουν ηγέτιδα δύναμη, θα υποχρεωθούν όμως να μοιραστούν ισχύ τόσο με Ευρώπη και Ιαπωνία, όσο και με τις δυο αναδυόμενες ασιατικές δυνάμεις (Κίνα και Ινδία) και ενδεχομένως και με τη Βραζιλία, ως εκπρόσωπο της Νότιας Αμερικής που κι’αυτή αναζητεί την αυτονομία της στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό. Τέλος η Ρωσία παραμένει μια πυρηνική δύναμη που έχει ανακάμψει τα τελευταία χρόνια με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, έστω και αν πλήττεται και αυτή σφοδρά από την κρίση των τελευταίων μηνών. Και τα γεγονότα του περασμένου Αυγούστου στη Γεωργία, καθώς και οι διπλωματικές κινήσεις προσέγγισης με Βενεζουέλα και Κούβα, υποδηλώνουν ότι η δύναμη αυτή αναζητεί θέση στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα και κάθε άλλο παρά αμελητέος θα είναι ο ρόλος της.
Ο χρόνος θα δείξει το κατά πόσον θα επαληθευθούν αυτές οι προβλέψεις...
Συμπεράσματα – συζήτηση
Το διεθνοποιημένο κεφάλαιο έχει την τάση να επενδύεται σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, προκειμένου να εξασφαλιστούν υψηλά ποσοστά κέρδους. Αυτή η κινητικότητα του κεφαλαίου είναι που ανέδειξε την Κίνα σε μεγάλη βιομηχανική δύναμη και, από την άλλη πλευρά, επέφερε αποβιομηχάνιση σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική.
Σε αυτό το σημείο όμως επέρχεται μια ανισορροπία μεταξύ της σφαίρας της παραγωγής και της σφαίρας της κατανάλωσης. Σε ένα κοινωνικό περιβάλλον με ανεργία, υποαπασχόληση, χαμηλούς μισθούς, επομένως σε ένα περιβάλλον χαμηλής ζήτησης, το παραγόμενο προϊόν δυσκολεύεται να απορροφηθεί. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ξεσπάει η κρίση υπερπαραγωγής-υποκατανάλωσης (όρος που δανείζομαι από τον Ατίλιο Μπορόν) και μια τέτοια κρίση είναι αυτή που ζούμε τώρα.
Στην προηγούμενη ενότητα μιλήσαμε για πιθανή ανακατανομή ισχύος μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης, Ρωσίας, Ιαπωνίας και αναδυόμενων βιομηχανικών δυνάμεων, στα πλαίσια πάντα ενός καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, αυτή η ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, που είναι σύμφυτη με τη λογική του μέγιστου κέρδους που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική οικονομία, μας οδηγεί σε ένα πιο θεμελώδες ερώτημα:
Πόσο λειτουργική και πόσο ανεκτή είναι για την πλειοψηφία του πληθυσμού, που δεν ανήκει στα προνομιούχα στρώματα, η λογική της εμπορευματικής παραγωγής και της μεγιστοποίησης του κέρδους, όταν αυτή οδηγεί σε μια τόσο βαθειά κρίση, που επιφέρει τόσα κοινωνικά δεινά και που δεν είναι η μοναδική φορά που συμβαίνει;
Θέτοντας αυτό το ερώτημα σαλπάρουμε για την αναζήτηση της «ουτοπίας», όχι με την έννοια του μη υλοποιήσιμου ευσεβούς πόθου αλλά με την έννοια του προτάγματος για έναν ορθολογικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο παραγωγής, που αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει αλλά που μπορεί να εμφανιστεί στο προσκήνιο και να λειτουργήσει αν ο ίδιος ο κόσμος πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Πρόκειται για το κλασσικό πρόταγμα της κάθε Αριστεράς που έδρασε τα τελευταία διακόσια χρόνια, που επανειλημμένα διαψεύστηκε και ευτελίστηκε στην πράξη, αλλά που επανέρχεται στη συζήτηση για άλλη μια φορά, μπροστά στην κρίση και στα αδιέξοδα που έχουμε μπροστά μας.
Γιώργος
Πηγές
Borón A., 2009: “De la guerra infinita a la crisis infinita”. Ανακοίνωση στην 11η Διεθνή Συνάντηση Οικονομολόγων για την Παγκοσμιοποίηση και τα Προβλήματα Ανάπτυξης, Αβάνα, Κούβα, 2-6 Μαρτίου 2009.
Katz C., 2009: “América Latina frente a la crisis global”. www.lahaine.org/katz
Tamames R., 1988: “Estructura económica internacional”. Alianza Universidad.
Γ. Σ., 2005: «Καύκασος και Κεντρική Ασία: Ενέργεια και γεωπολιτικές αντιθέσεις». Resistencias, τ. 5, Απρίλιος 2007.
Γ. Σ., 2007: «ALBA, ALCA, MERCOSUR: Τρία διαφορετικά εγχειρήματα περιφερειακής ολοκλήρωσης». Resistencias, τ. 6, Ιούλιος 2007.
Καντάς Ι., 2008: «Ο πλανήτης γέρνει προς την ανατολή!». «Ποντίκι Global», 24 Δεκεμβρίου 2008.
Τσόμσκι Ν., 2009: «Μια Νέα Αμερικάνικη Εποχή;». Συνέντευξη με τον Χ. Πολυχρονίου, «Ελευθεροτυπία», 11, 12, 13 Μαρτίου 2009.
Φωτόπουλος Τ., 2008: «Η κρίση και η ανισότητα». «Ελευθεροτυπία», 22 Νοεμβρίου 2008.
Φωτόπουλος Τ., 2009: «Η διαμάχη στην υπερεθνική ελίτ για την κρίση». «Ελευθεροτυπία», 28 Μαρτίου 2009.