Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Ένα άρθρο για τη διατροφική κρίση

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Τον περασμένο Ιούνιο, στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου, τα φρικιά έκαναν έφοδο, απαλλοτρίωσαν τρόφιμα και άλλα είδη και τα μοίρασαν στους περαστικούς. Η κίνηση αυτή έτυχε ευμενούς αποδοχής απ’τον κόσμο, καθώς υπάρχει μεγάλη δυσφορία για τις ιδιαίτερα μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, που σημειώθηκαν κατά την τελευταία χρονιά.
Αλλού η κατάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη, ως τραγική. Στην Αϊτή για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι τρώνε αποξηραμένο χώμα, για να ξεγελάσουν την πείνα τους και να προσλάβουν κάποια θρεπτικά συστατικά από το λίγο χόρτο και τα άλατα που υπάρχουν μέσα στο χώμα.
Η άνοδος στις τιμές των τροφίμων έχει πλήξει όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, με διαφοροποιημένη βέβαια ένταση. Και αναδεικνύει ένα χρόνιο πρόβλημα, που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, έστω και αν δεν συζητιόταν τόσο έντονα πριν από λίγα χρόνια: περίπου το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού λιμοκτονεί ή υποσιτίζεται, με την έννοια ότι δεν εξασφαλίζει μια πλήρως θρεπτική τροφή.
Αυτή η διατροφική κρίση, που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και που την τελευταία χρονιά εκδηλώθηκε πιο οξυμένα και χτύπησε την πόρτα των πλούσιων χωρών, είναι το αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Πριν όμως προχωρήσουμε στην εξέταση των αιτιών και στην εκτίμηση των προοπτικών που διαγράφονται, καλό είναι να επισημάνουμε ότι η κρίση αυτή δεν έχει να κάνει με την περιορισμένη παραγωγή τροφίμων. Όλα αυτά τα χρόνια που ο μισός πληθυσμός υποσιτίζεται, η παγκόσμια αγροτική παραγωγή επαρκεί για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών όλου του κόσμου. Αυτό ισχύει κατά βάση ακόμα και για την τελευταία διετία, με την έννοια ότι ναι μεν ανέκυψαν παράγοντες που μείωσαν κάπως το ύψος της παραγωγής και αύξησαν την τιμή των τροφίμων, όμως αυτό δεν δικαιολογεί των υποσιτισμό δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2006 στις ΗΠΑ, που έχουν πάντα πλεονασματική αγροτική παραγωγή, 35 εκατομμύρια άνθρωποι (πάνω από το 10% του πληθυσμού της χώρας) δεν είχαν εξασφαλισμένη τροφή.
Η ρίζα του κακού εντοπίζεται στο ότι στην παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη οικονομία, η τροφή είναι ένα εμπορεύσιμο προϊόν που η τιμή του διαμορφώνεται μέσω των μηχανισμών της αγοράς, όπως συμβαίνει και με τόσα άλλα είδη. Με άλλα λόγια, όποιος μπορεί να αγοράσει τρώει, όποιος δεν έχει οικονομικούς πόρους πεινάει. Τόσο απλό στη σύλληψή του, αλλά και τόσο τραγικό στις συνέπειές του. Αξίζει ωστόσο να μελετηθούν οι τάσεις που διαμορφώνουν την έκταση και την ένταση της διατροφικής κρίσης. Και κάποιες από τις τάσεις αυτές είναι μακροχρόνιες, ενώ κάποιες άλλες είναι βραχυχρόνιες, με την έννοια ότι εκδηλώθηκαν πρόσφατα και όξυναν το ήδη υπάρχον πρόβλημα.

Βραχυχρόνιες τάσεις της διατροφικής κρίσης

Τα τελευταία δυο χρόνια έχουν αυξηθεί απότομα οι τιμές βασικών ειδών διατροφής, όπως του καλαμποκιού, του σιταριού, της σόγιας, του ρυζιού και του ελαιόλαδου, καθώς και πολλών άλλων τροφίμων.
Ένας πρώτος παράγοντας αύξησης των τιμών των ειδών διατροφής είναι η αυξημένη τιμή του πετρελαίου, που επηρεάζει την αγροτική παραγωγή με δυο τρόπους: αφενός, η παραγωγή και διακίνηση πολλών αγροτικών προϊόντων βασίζεται στο πετρέλαιο, οπότε το κόστος τους αυξάνεται με την τιμή του «μαύρου χρυσού». Αφετέρου, ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής καλαμποκιού, σόγιας και φοινικέλαιου αξιοποιείται πια στην παραγωγή βιοκαυσίμων, που προβάλλει ως εναλλακτική λύση απέναντι στο πετρέλαιο. Και βέβαια υπάρχουν πολλές αμφιβολίες και ενστάσεις για την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας επιλογής απέναντι στο ενεργειακό πρόβλημα, που δεν είναι του παρόντος να συζητηθούν, η ουσία όμως είναι ότι εξαιτίας της παραγωγής βιοκαυσίμων μειώνεται η προσφορά βασικών αγροτικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η τιμή τους.
Ένας δεύτερος παράγοντας ακρίβειας στα τρόφιμα είναι η αύξηση της ζήτησης κρέατος από τα οικονομικά αναβαθμιζόμενα και επεκτεινόμενα μεσοστρώματα σε Ινδία και Κίνα. Για να καλυφθεί η ζήτηση αυξήθηκαν οι ποσότητες δημητριακών που διοχετεύονται στην παραγωγή ζωοτροφών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η προσφορά βασικών προϊόντων διατροφής, όπως του καλαμποκιού και της σόγιας. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι για την παραγωγή 1000 θερμίδων χοιρινού κρέατος χρειάζονται 10.000 θερμίδες ζωοτροφών για την εκτροφή του χοίρου. Οι αγελάδες, για τις ίδιες θερμίδες πατραγόμενου κρέατος, χρειάζονται ακόμα μεγαλύτερη ποσότητα ζωοτροφών, ισοδύναμη με 16.000 θερμίδες. Είναι λοιπόν μεγάλες οι ποσότητες δημητριακών που χρειάζονται για την παραγωγή κρέατος και αυτό αυξάνει σημαντικά τη ζήτηση, άρα και τις τιμές αυτών των βασικών ειδών διατροφής.
Ένας τρίτος παράγοντας αύξησης της τιμής των τροφίμων είναι το ότι χώρες που μέχρι πρόσφατα ήταν αυτάρκεις σε τρόφιμα, όπως η Κίνα και η Ινδία (πολλοί άνθρωποι πεινούσαν αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) τώρα μετατρέπονται σε εισαγωγείς τροφίμων, εξαιτίας της ταχύρυθμης οικονομικής ανάπτυξης και των αλλαγών στη χρήση γης, που μειώνουν τις διαθέσιμες εκτάσεις για παραγωγή τροφίμων. Μειώνεται λοιπόν η έκταση της καλλιεργήσιμης γης, ενώ η αποδοτικότητα στην παραγωγή ρυζιού παραμένει σταθερή κατά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγόμενη ποσότητα βασικών ειδών διατροφής.
Κάποια δυσμενή καιρικά φαινόμενα της τελευταίας διετίας (ξηρασία στην Αυστραλία και στην Κίνα, καταστρεπτικός τυφώνας στο Μπαγκλαντές), επίσης συνέβαλαν σε κάποιο βαθμό στη μείωση του όγκου της αγροτικής παραγωγής και συντέλεσαν στο να διατηρηθούν οι τιμές σε υψηλά επίπεδα. Τα φαινόμενα αυτά είναι πιθανό να ωφείλονται στην κλιματική αλλαγή, οπότε υπάρχει κίνδυνος να εμφανίζονται πιο συχνά στο μέλλον, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που πλήττει τις ΗΠΑ εδώ και ένα χρόνο, ώθησε τους κερδοσκόπους των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων να επενδύσουν σε αγροτικά προϊόντα και ορυκτούς πόρους, εκτιμώντας ότι εκεί υπάρχουν περιθώρια κέρδους. Αυτή η κερδοσκοπική δραστηριότητα ανέβασε απότομα τις τιμές βασικών ειδών διατροφής και πετρελαίου. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι ζήτημα χρόνου να σπάσει η χρηματιστηριακή φούσκα (μερικοί εκτιμούν ότι αυτό ήδη έγινε με το πετρέλαιο) και να πέσουν οι τιμές. Όμως και έτσι να εξελιχθούν τα πράγματα, στο βαθμό που οι πολυεθνικές εταιρίες και τα καρτέλ των κουμπάρων ελέγχουν το κύκλωμα παραγωγής και διακίνησης αγροτικών προϊόντων, θα έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν μονοπωλιακά τις τιμές και να τις κρατούν σε υψηλά επίπεδα.
Τέλος, ένας παράγοντας ήσσονος σημασίας είναι και η υπεραλίευση ψαριών των ωκεανών (όπως γίνεται και στο Αιγαίο), που έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο πληθυσμός πολλών ειδών και να ακριβήνει μια τροφή πλούσια σε πρωτεϊνες, που μέχρι τώρα ήταν μια καλή λύση για τους φτωχούς που δεν μπορούσαν να αγοράσουν κρέας.
Οι παράγοντες αυτοί εκδηλώθηκαν τα τελευταία μόλις χρόνια, συντέλεσαν στην απότομη αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων και συνιστούν τη βραχυχρόνια εξελικτική τάση της διατροφικής κρίσης. Κρίνοντας από τις βιβλιογραφικές πηγές που είχα πρόσβαση, δεν διαφωνεί κανένας για το ρόλο τους στην αύξηση των τιμών των τροφίμων. Υπάρχουν ωστόσο και άλλοι, θεμελιώδεις παράγοντες, που διαμορφώνουν το διατροφικό πρόβλημα σε βάθος χρόνου, αλλά που δεν επισημαίνονται από πολλούς αναλυτές. Αυτή η μακροχρόνια τάση της διατροφικής κρίσης εξετάζεται παρακάτω.

Η διατροφική κρίση σε βάθος χρόνου

Τα τελευταία 40 χρόνια, στις χώρες του Τρίτου Κόσμου εκδηλώνεται ένα κύμα φυγής φτωχών αγροτών και εγκατάστασής τους στα αστικά κέντρα. Σήμερα ο αστικός πληθυσμός αποτελεί το 50% του πληθυσμού της γης, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Από τα 3 δις που ζουν στα αστικά κέντρα, το 1 δις ζει στις τενεκεδουπόλεις. Ιστορικά, η ροή πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα έχει μια ιστορία μερικών αιώνων και πρωτοεκδηλώθηκε στην Ευρώπη, όταν άρχισε να αναπτύσσεται η μεταποιητική δραστηριότητα στις πόλεις. Όμως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου το φαινόμενο είναι πρόσφατο, εξελίσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από όσο στην Ευρώπη της βιομηχανικής επανάστασης και δεν θα πρέπει να αποδοθεί σε μια υποτιθέμενη οικονομική ανάπτυξη που παρέχει ευκαιρίες απασχόλησης στα αστικά κένυτρα, κρίνοντας από τη μεγάλη ανεργία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις παραγκουπόλεις.
Η αιτία αυτής της αστυφιλίας θα πρέπει να αναζητηθεί στις αλλαγές που σημειώθηκαν στον τρόπο παραγωγής στην ύπαιθρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όπου η φιγούρα του μικρού αγρότη παραγωγού τείνει να εκλείψει και να αντικατασταθεί από το μεγάλο ιδιοκτήτη γης που μπορεί να παράγει με κατάλληλο μηχανικό εξοπλισμό και με σχετικά λίγα εργατικά χέρια.
Ο μικρός αγρότης συνηθίζει να παράγει βασικά είδη διατροφής πρώτα για τον εαυτό του και το περίσευμα το διακινεί στην αγορά. Ωστόσο το κόστος παραγωγής, αποθήκευσης και μεταφοράς είναι μεγάλο για τον μικρό παραγωγό, ο οποίος χρειάζεται τη στήριξη της πολιτείας, υπό μορφή δανείων, επιδοτήσεων για φτηνά λιπάσματα και σπόρους, χώρων αποθήκευσης και υποδομών για άρδευση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και μεταφορά των παραγόμενων προϊόντων. Με άλλα λόγια, η πολιτεία θα πρέπει να διαθέσει πόρους για τη στήριξη της μικρής αγροτικής παραγωγής. Αυτό, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του’70 ήταν αποδεκτό και εφαρμόζονταν από πολλές κυβερνήσεις. Όμως εξ αιτίας της διόγκωσης του εξωτερικού χρέους των χωρών του Τρίτου Κόσμου και των πολιτικών λιτότητας καθ’ υπόδειξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι κρατικές δαπάνες για την αγροτική παραγωγή μειώθηκαν ή και εξανεμίστηκαν και οι μικροί παραγωγοί έμειναν μόνοι τους με τη σοδειά τους. Με άλλα λόγια, επικράτησε η λογική ότι και τα βασικά είδη διατροφής είναι ένα εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα, που αφήνεται, μαζί με τον παραγωγό του, στο έλεος των δυνάμεων της «ελεύθερης» από κρατικές παρεμβάσεις αγοράς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πολλοί μικροί παραγωγοί καταστράφηκαν, πούλησαν όσο όσο τη γη τους (ενίοτε την έδωσαν και τσάμπα ενδίδοντας στον τραμπουκισμό των μεγάλων γαιοκτημόνων) και, μιας και δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν, εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα των αστικών κέντρων, φυτοζωώντας χωρίς δουλειά και χωρίς πόρους.
Εκείνοι που ωφελήθηκαν από αυτήν τη διαδικασία ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες που, συνήθως σε συνεργασία με πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων, εκβιομηχάνισαν τη γεωργία και παρήγαγαν σε μαζική κλίμακα εξειδικευμένα προϊόντα για εξαγωγή (για παράδειγμα καφέ, ζάχαρη ή άλλα εξωτικά προϊόντα), καθώς και βασικά είδη διατροφής για κατανάλωση από όσους διαθέτουν αγοραστική δύναμη. Σε διάφορες περιπτώσεις (όπως στο Μεξικό και στις Φιλιππίνες που θα δούμε παρακάτω) η εγχώρια παραγωγή σε βασικά είδη διατροφής μειώθηκε σημαντικά και οι κυβερνήσεις κατέφυγαν σε εισαγωγές τροφίμων από χώρες του Βορρά. Το 1 δις των άφραγκων κατοίκων των παραγκουπόλεων μένουν έξω από την αγορά των αγροτικών προϊόντων και υποσιτίζονται. Σε αυτήν την εξέλιξη, που συνίσταται επιγραμματικά στην καταστροφή των μικρών αγροτών και στην πλήρη εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, εντοπίζεται ο βασική αιτία του διατροφικού προβλήματος, που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και που την τελευταία διετία οξύνθηκε εξ αιτίας των πρόσθετων συγκυριών που αναλύθηκαν στην προηγούμενη ενότητα.
Συμπληρωματικό ρόλο στην πορεία καταστροφής των μικρών παραγωγών έπαιξε και η πρακτική πολυεθνικών εταιριών να κατοχυρώνουν υπό μορφή πατέντας τους σπόρους διαφόρων καλλιεργειών, να τους διακινούν μαζί με τα λιπάσματα έναντι υψηλού τιμήματος και να υποχρεώνουν έτσι τους αγρότες στο δανεισμό και, τελικά, στη χρεωκοπία. Κάπως έτσι οδηγήθηκαν 25.000 Ινδοί αγρότες στην αυτοκτονία, τα τελευταία χρόνια. Η καπιταλιστική οικονομία των πολυεθνικών, των τραπεζιτών και των καρτέλ των κουμπάρων είναι ανελέητη απέναντι σε όσους αδυνατούν να λειτουργήσουν με τους δικούς της όρους.

Μεξικό και Φιλιππίνες: δυο παραδείγματα προς αποφυγήν

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του’80, το Μεξικό ήταν χώρα εξαγωγός καλαμποκιού, που είναι το βασικό είδος διατροφής για τον πληθυσμό της. Οι μικροί καλλιεργητές, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της αγροτικής παραγωγής, υποστηρίζονταν με διάφορους τρόπους από την κυβέρνηση (δασμοί σε εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα, επιδοτήσεις για αγορά σπόρων και λιπασμάτων και άλλα μέτρα). Το 1982, εκδηλώθηκε η κρίση του εξωτερικού χρέους του μεξικάνικου κράτους και, μπροστά στον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης, η κυβέρνηση απευθύνθηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για δανεισμό. Το ΔΝΤ, όπως το συνηθίζει, έθεσε τους όρους του για τη δανειοδότηση της χώρας: περιορισμός των κρατικών δαπανών, που έχει ως συνέπεια την κατάργηση των μέτρων στήριξης των μικρών αγροτών. Το αποτέλεσμα ήταν πολλοί αγρότες να μη μπορούν να επιβιώσουν ως παραγωγοί, η εγχώρια παραγωγή καλαμποκιού να μειωθεί σημαντικά και να αρχίσουν οι εισαγωγές από τη Βόρεια Αμερική. Η αρνητική αυτή πορεία για την εγχώρια αγροτική παραγωγή επιτάθηκε από το 1994 με τη NAFTA (συμφωνία ελεύθερου εμπορίου), χάρη στην οποία το βορειοαμερικάνικο καλαμπόκι κατέκλυσε τη μεξικάνικη αγορά. Επί πλέον, καθώς το μεξικάνικο κράτος αποσύρθηκε από οποιαδήποτε παρέμβαση στην κυκλοφορία και διανομή αγροτικών προϊόντων (είπαμε, ελεύθερο εμπόριο κάνουμε), ο έλεγχος πέρασε στις βορειοαμερικάνικες πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων, οι οποίες πλέον έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν μονοπωλιακά τις τιμές και να ανεβάζουν την τιμή της τορτίγιας (πίτα από καλαμπόκι) στα ύψη.
Την περασμένη χρονιά, ο μεξικάνικος λαός διαδήλωσε διαμαρτυρόμενος για την αλματώδη αύξηση κατά 60% της τορτίγιας μέσα σε ένα χρόνο. Πολλοί αναλυτές έσπευσαν να αποδώσουν αυτήν την αύξηση στη στροφή της βορειοαμερικάνικης αγροτικής παραγωγής προς τα βιοκαύσιμα. Αυτό είναι μόνο εν μέρει σωστό, καθώς και τα μονοπώλια κερδοσκόπησαν σε βάρος του πληθυσμού, για τον οποίο η τορτίγια είναι βασικό είδος διατροφής. Και σε τελευταία ανάλυση, για να θυμηθούμε μια παρεξηγημένη έκφραση από το χώρο της μαρξιστικής αριστεράς, το πρόβλημα έγκειται στην αποδιάρθρωση της ντόπιας αγροτικής παραγωγής και στην καταστροφή των μικρών παραγωγών, χάρη στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις της χώρας τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια. Όσο για τα 1.3 εκατομμύρια αγροτών που εκτιμάται πως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους, πολλοί από αυτούς μετανάστευσαν στις ΗΠΑ προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Και στις Φιλιππίνες, τους τελευταίους μήνες ο κόσμος ξεσηκώθηκε διαμαρτυρόμενος για την τιμή του ρυζιού, που από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο σχεδόν τριπλασιάστηκε, εξ αιτίας της κερδοσκοπίας. Το ρύζι δεν αξιοποιείται όπως το καλαμπόκι στα βιοκαύσιμα, οπότε εδώ δεν υπάρχει δικαιολογία για την αλματώδη αύξηση της τιμής του. Μέχρι πριν από 25 χρόνια, οι Φιλιππίνες ήταν αυτάρκεις στην παραγωγή ρυζιού, καθώς η πολιτεία στήριζε τους αγρότες και δαπανούσε πόρους για αρδευτικά έργα. Από τα μέσα της δεκαετίας του’80, που ξεκίνησαν οι περικοπές των κρατικών δαπανών προκειμένου να εξυπηρετηθεί το εξωτερικό χρέος της χώρας, οι αγρότες και η γη αφέθηκαν στην τύχη τους, με αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά η παραγωγή ρυζιού και να αρχίσουν οι εισαγωγές σε αθρόα κλίμακα. Το φτηνό, καθότι επιδοτούμενο εισαγόμενο ρύζι, χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση της εγχώριας αγροτικής παραγωγής και η χώρα στηρίζονταν πια στις εισαγωγές για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της. Και όταν την τελευταία χρονιά ξεκίνησαν τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στη διεθνή αγορά ρυζιού και ακρίβηνε αυτό το βασικό είδος διατροφής, ο φιλιππινέζικος λαός, που έτσι κι’αλλιώς έχει χαμηλό βιωτικό επίπεδο, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση από πλευράς βιοπορισμού. Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνεται το ότι η χώρα που δεν μεριμνά για την αγροτική της παραγωγή και καταφεύγει στις αθρόες εισαγωγές τροφίμων, κάποια στιγμή πληρώνει τις συνέπειες.

Συμπεράσματα-συζήτηση

Η διατροφική κρίση δεν είναι φαινόμενο της τελευταίας διετίας. Εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και οφείλεται κατά βάση στην εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής και στην καταστροφή των μικρών παραγωγών που έπαψαν οι κυβερνήσεις να τους στηρίζουν.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχει προταθεί η προώθηση των μεταλλαγμένων τροφίμων, ακόμα και η παραγωγή συνθετικού κρέατος, όπως μάθαμε πρόσφατα από την τηλεόραση. Εδώ όμως υπάρχουν ενστάσεις για το κατά πόσον η βιοτεχνολογία παράγει προϊόντα ασφαλή για τον καταναλωτή. Δεν είμαι από αυτούς που θα απέρριπταν ασυζητητί την τεχνολογία και θα υποστήριζαν την παραδοσιακή και μόνον αγροτική παραγωγή. Πιστεύω όμως ότι ακόμα και αν παραχθούν μεταλλαγμένα τρόφιμα αβλαβή για την ανθρώπινη υγεία-και μακάρι να παραχθούν-η διατροφική κρίση θα είναι πάλι παρούσα, στο βαθμό που το αγροτικό προϊόν θα εξακολουθήσει να είναι εμπόρευμα ελεγχόμενο από τις πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων και προσβάσιμο σε αυτούς μόνο που διαθέτουν μια επαρκή αγοραστική δύναμη.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αλλάξει θεμελιακά η αντίληψη των κυβερνώντων και των πολιτών για τα τρόφιμα: να πρυτανεύσει δηλαδή η λογική ότι δικαίωμα σε μια πλήρη και θρεπτική διατροφή έχουμε όλοι, όπως στο κάτω κάτω έχουμε δικαίωμα στον αέρα, στο νερό και στη ζωή.
Ο Φρεντ Μάγκντοφ, η σκέψη του οποίου επηρέασε πολύ το παρόν άρθρο, διατείνεται ότι σχεδόν σε όλα τα μέρη του κόσμου υπάρχει η δυνατότητα για μια αγροτική παραγωγή προσαρμοσμένη στο κλίμα και στο έδαφος της κάθε περιοχής, σε τρόπο που να εξασφαλίζεται η αυτάρκεια σε βασικά είδη διατροφής, ώστε ο πληθυσμός να ξεπεράσει το πρόβλημα της πείνας και του υποσιτισμού.
Το κοινωνικό υποκείμενο που θα φέρει σε πέρας έναν τέτοιο τύπο αγροτικής παραγωγής δεν μπορεί να είναι ούτε ο γαιοκτήμονας-καπιταλιστής ούτε η πολυεθνική εταιρία τροφίμων. Ο καπιταλιστής ιδιοκτήτης γης θα στραφεί στη μονοκαλλιέργεια με εξαγωγικό προσανατολισμό, που και το διατροφικό πρόβλημα δεν θα λύσει και το έδαφος θα αποδυναμώσει με την εντατική καλλιέργεια και την αλόγιστη χρήση χημικών. Επομένως ο μικρός αγρότης-παραγωγός είναι αυτός που καλείται να αναλάβει το βάρος του εγχειρήματος της υπέρβασης της διατροφικής κρίσης. Στο έργο του θα πρέπει να συνεταιριστεί με άλλους παραγωγούς και να έχει τη στήριξη της πολιτείας, ώστε να εξασφαλίσει και τεχνογνωσία και εξοπλισμό για ένα βέλτιστο αποτέλεσμα, που θα καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, χωρίς να επιβαρύνει ανεπανόρθωτα το περιβάλλον.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τα αστικά κέντρα του Τρίτου Κόσμου «κυκλώθηκαν» από τις παραγκουπόλεις, οι κάτοικοι των οποίων εγκατέλειψαν την ύπαιθρο για μια καλύτερη τύχη, αλλά εξακολουθούν να φυτοζωούν, μιας και η πόλη δεν έχει να τους προσφέρει επαγγελματική προοπτική. Στους ανθρώπους αυτούς θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για να γυρίσουν στην ύπαιθρο και να ασχοληθούν ξανά με τη γεωργία.
Έχω την εντύπωση ότι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική περίοδο, κερδίζει έδαφος στην κοινή γνώμη η αντίληψη ότι το αίτημα της κοινωνικά δίκαιης διανομής του παραγόμενου πλούτου, το αίτημα της αλλαγής του τρόπου παραγωγής και το αίτημα της προστασίας του περιβάλλοντος είναι μεταξύ τους αλληλένδετα. Και με αυτήν την έννοια το ξεπέρασμα της διατροφικής κρίσης συνδέεται με μια πορεία εξάλειψης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και με την αποκατάσταση μιας πιο αρμονικής και ορθολογικής σχέσης ανθρώπου-φύσης.

Πηγές

Magdoff F., 2008: The world food crisis. Sources and solutions. “Monthly Review”, May 2008.
Bello, W., 2008: How to manufacture a global food crisis: lessons from the World Bank, IMF, and WTO. www.focusweb.org
Νικολάου, Ν., 2008: Η διατροφική κρίση. Εφημερίδα «Καθημερινή», 06/06/2008
Γ. Σ., 2000: Κούβα. Διατρέφοντας τον πληθυσμό οικολογικά. «Σήματα Καπνού», τ. 4, σελ. 44-45
Β. Μ., Λ. Σ., 2006: Το αγροτικό κίνημα στην Ινδία. 23.000 αυτοκτονίες αγροτών λόγω χρεών. Συνέντευξη με τον Yudhvir Singh, στέλεχος της Ένωσης Αγροτών Ινδίας. “Resistencias”, τ. 3, σελ. 32-33