Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Για τη χρηματοπιστωτική κρίση και για την κερδοσκοπία με τα τρόφιμα

Από τη χρηματοπιστωτική κρίση στο φάσμα της πείνας. Πότε άραγε θα πιάσουμε πάτο;

Από τον περασμένο Αύγουστο η βορειοαμερικάνικη οικονομία μαστίζεται από οξυμένο πρόβλημα ρευστότητας, εξ αιτίας του ότι πολύς κόσμος που είχε λάβει στεγαστικά δάνεια τα τελευταία χρόνια αδυνατεί να τα ξεχρεώσει. Άμεση συνέπεια αυτής της αδυναμίας είναι οι κίνδυνοι χρεωκοπίας που αντιμετωπίζουν χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που είχαν ανοιχτεί σε δανεισμό ή αγόρασαν χρέη φυσικών ή νομικών προσώπων. Παρά τις παρεμβάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας με σκοπό τη στήριξη του χρηματιστικού κεφαλαίου, η προοπτική μιας οικονομικής ύφεσης, με αφετηρία τις ΗΠΑ και με αρνητικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα, είναι όχι μόνο ορατή, αλλά ίσως ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Η αλματώδης άνοδος των τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων, που δεν είναι άσχετη με τη χρηματοπιστωτική κρίση, ήδη δυσκολεύει τη ζωή των πολιτών των ανεπτυγμένων χωρών και πολύ περισσότερο του τρίτου κόσμου. Σε αυτό το άρθρο, που πολύ απέχει από το να είναι μια συγκροτημένη οικονομική ανάλυση των τάσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού, επιχειρούμε να διαμορφώσουμε μια εικόνα για την αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση και, σε κάποιο βαθμό, να αποτολμήσουμε να διατυπώσουμε σκέψεις για το προς τα πού μπορούν να πάνε τα πράγματα.

Από τον κύκλο Χ-Ε-Χ’ στον κύκλο Χ-Χ’
Ο αναγνώστης που έχει μια εξοικείωση με τη μαρξιστική οικονομική θεωρία, θα έχει υπόψη του το βασικό της σχήμα για το πώς δημιουργείται κέρδος μέσω της παραγωγής αξίας. Το αρχικό κεφάλαιο (χρηματικό ποσό Χ) επενδύεται σε εμπόρευμα Ε (εξοπλισμός, πρώτες ύλες και εργατική δύναμη). Από το Ε, μέσω της αξιοποίησης της εργατικής δύναμης, παράγεται μια αξία μεγαλύτερη, που μέσω της αγοράς θα μετατραπεί σε χρηματικό ποσό Χ’ μεγαλύτερο του Χ. Αυτή η διαφορά Χ’-Χ είναι το κέρδος που καρπώνεται ο βιομήχανος-καπιταλιστής και που αποτελεί κίνητρο για περαιτέρω επενδύσεις και για παραγωγική δραστηριότητα. Για να πραγματοποιηθεί όμως κέρδος, θα πρέπει το εμπόρευμα να βρει τον αγοραστή του και να πουληθεί. Ο Κέινς, από τη δεκαετία του’30, είχε τονίσει το ρόλο της ζήτησης στην οικονομική δραστηριότητα, με την έννοια ότι για να απορροφηθεί το εμπόρευμα θα πρέπει να υπάρχουν καταναλωτές με αρκετά μεγάλο εισόδημα για να το αγοράσουν. Όμως αρκετά μεγάλο εισόδημα, σε μια βιομηχανική κοινωνία που το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού αποτελείται από μισθωτούς, σημαίνει υψηλούς μισθούς για τους εργαζόμενους, αυξημένο κόστος παραγωγής για τα προϊόντα και συμπίεση του ποσοστού κέρδους για τον καπιταλιστή.
Από τα μέσα της δεκαετίας του’60, οι Μπάραν και Σουήζι είχαν επισημάνει ότι το μονοπωλιακό κεφάλαιο, που ενδιαφέρεται κυρίως για το άμεσο κέρδος, τείνει να διατηρεί υψηλές τις τιμές των προϊόντων, μειώνοντας το ύψος της παραγωγής, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση. Μια τέτοια πρακτική μπορεί σε κάποιο βαθμό να εξασφαλίσει κέρδη, όμως τελικά οδηγεί σε στασιμότητα, καθώς τα συσσωρευόμενα πλεονάσματα δε μπορούν να απορροφηθούν επαρκώς σε ένα οικονομικό περιβάλλον περιορισμένης ζήτησης. Οπότε ανακύπτει το πρόβλημα του πώς θα επανεπενδυθούν τα πλεονάσματα, εξασφαλίζοντας κέρδος για τον καπιταλιστή. Πρακτικές όπως η διαφήμιση και η κρατική παρέμβαση, μέσω των έργων υποδομής και των στρατιωτικών δαπανών, μπορούν σε κάποιο βαθμό να εξυπηρετήσουν στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, όμως δεν στάθηκε δυνατό να αποτρέψουν τη στασιμότητα. Από τη δεκαετία του’ 70 και μετά, η στασιμότητα χτύπησε για καλά την πόρτα της βορειοαμερικάνικης αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας, με κύρια χαρακτηριστικά τους μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης και την αδυναμία εξασφάλισης πλήρους απασχόλησης. Και βέβαια για το κεφάλαιο λίγη σημασία έχει το πρόβλημα της ανεργίας, όμως το πρόβλημα της εξασφάλισης υψηλών ποσοστών κέρδους σε ένα περιβάλλον στασιμότητας αποτελεί φλέγον ζήτημα. Και η απάντηση που δόθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι η στροφή του κεφαλαίου προς κερδοσκοπικές δραστηριότητες, που εξασφαλίζουν πλούτο χωρίς άμεση εμπλοκή σε παραγωγικές επενδύσεις. Σχηματικά, από τον κύκλο Χ-Ε-Χ’, η οικονομική δραστηριότητα μετατοπίζεται προς τον κύκλο Χ-Χ’. Και βέβαια εμπορεύματα υπάρχουν, πραγματική οικονομία υπάρχει, όμως ο μεγάλος κερδισμένος δεν είναι ο βιομήχανος που επενδύει σε μηχανολογικό εξοπλισμό και παράγει αξία, αλλά ο τραπεζίτης, ο χρηματιστής και ο κάθε λογής αεριτζής που διακινεί αξίες και χρήμα, χωρίς να παράγει τίποτα.

Η κερδοσκοπία με τα στεγαστικά δάνεια και οι συνέπειές της
Έχοντας στραφεί το βορειοαμερικάνικο κεφάλαιο προς την κερδοσκοπία, η βιομηχανία έχασε το δυναμισμό των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και μειώθηκε η ανταγωνιστικότητά της. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διογκώθηκε και επιδιώχθηκε λύση του δημοσιονομικού προβλήματος μέσω της έκδοσης ομολόγων τα οποία αγοράζουν κυρίως επενδυτικοί φορείς από τις ισχυρές ή αναδυόμενες οικονομίες της Μέσης και της Άπω Ανατολής (Αραβικές χώρες, Κίνα, Ιαπωνία). Ωστόσο τα τελευταία χρόνια καλλιεργήθηκε η ιδέα της τόνωσης της ζήτησης, όχι δια της αύξησης των μισθών αλλά δια του καταναλωτικού δανεισμού. Με τον τρόπο αυτό, όπως εκτίμησαν οι ιθύνοντες, θα μπορούσε να τονωθεί η λιμνάζουσα παραγωγική δραστηριότητα χωρίς να αυξηθεί το κόστος της εργατικής δύναμης.
Το μπουμ των στεγαστικών δανείων, που ξεκίνησε το 2002, εντάσσεται σε αυτήν την αντίληψη περί οικονομικής πολιτικής. Οι πολίτες αγοράζουν κατοικίες με δανεικό χρήμα. Το δανεικό χρήμα, για ένα χρονικό διάστημα, αυξάνει τη ζήτηση για κατοικίες, επομένως αυξάνει και την τιμή της στέγης. Σε αυτήν την ανοδική φάση, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που δανείστηκε χρήμα μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος του και να αποκομίσει ακόμα και κέρδος, μεταπωλώντας το ακίνητο σε υψηλότερη τιμή από αυτήν που το αγόρασε. Και αυτή η ανοδική φάση δανεισμού, αγοράς και μεταπώλησης σε υψηλότερη τιμή συνεχίστηκε όσο υπήρχε η προσδοκία για αύξηση της τιμής των ακινήτων.
Όμως από το 2007 και μετά οι τιμές των ακινήτων είχαν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μειώθηκε η ζήτηση. Δεν ήταν πια δυνατόν να μεταπωληθούν τα ακίνητα με συμφέροντες, για τους ιδιοκτήτες τους, όρους και άρχισε η πτώση των τιμών, με αποτέλεσμα πολλοί χρεωμένοι ιδιοκτήτες να μη μπορούν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους στις τράπεζες ή σε χρηματοπιστωτικές εταιρίες (hedge funds) που είχαν αγοράσει τα χρέη των ιδιωτών από τις τράπεζες. Πολλές τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αντιμετωπίζουν έλλειψη ρευστότητας και αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της χρεωκοπίας. Ήδη έχουν ξεκινήσει μαζικές απολύσεις προσωπικού από το χρηματοπιστωτικό τομέα και διαφαίνεται ο κίνδυνος για βαθιά και παρατεταμένη ύφεση που θα πλήξει όχι μόνο τη βορειοαμερικανική αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, τους τελευταίους μήνες διοχέτευσε μεγάλες ποσότητες ρευστού στον προβλξματικό χρηματοπιστωτικό τομέα για να αποφευχθούν οι χρεωκοπίες. Μείωσε και τα επιτόκια δανεισμού για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση του δολαρίου. Μια τέτοια κίνηση όμως μπορεί να αποβεί δίκοπο μαχαίρι γιατί τα χαμηλά επιτόκια και το υποτιμημένο δολάριο μπορούν να ωθήσουν κάποια στιγμή τους ξένους επενδυτές να αποσυρθούν από τις τοποθετήσεις τους σε ομόλογα και να μείνουν οι βορειοαμερικάνικες τράπεζες χωρίς χρήμα.
Οι αλματώδεις αυξήσεις του πετρελαίου και των τροφίμων που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες δεν είναι καθόλου άσχετες με την εν εξελίξει χρηματοπιστωτική κρίση. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι σταθεροί και ανεξάρτητοι παράγοντες, που έχουν να κάνουν με την ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξη ορισμένων μεγάλων χωρών του τρίτου κόσμου, με τα σενάρια της υποκατάστασης του πετρελαίου από τα βιοκαύσιμα και με τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και στις διατροφικές συνήθειες των λαών των αναπτυσσόμενων χωρών, όμως και εδώ η κερδοσκοπία έβαλε το χεράκι της. Τα επενδυτικά κεφάλαια που αναζητούν το γρήγορο κέρδος και την εξάλειψη των ζημιών που είχαν την τελευταία χρονιά, έπεσαν με τα μούτρα στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων και στην κερδοσκοπία γύρω από τις τιμές του πετρελαίου και των τροφίμων. Το κόστος ζωής ανεβαίνει, οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν, κάποιοι λίγοι πλουτίζουν και οι πολλοί δυσκολεύονται να βιοποριστούν, ή, ακόμα χειρότερα, πεινούν. Τις τελευταίες εβδομάδες ξέσπασαν ταραχές σε διάφορες χώρες, καθώς ο κόσμος διαμαρτύρεται για την ακρίβεια σε βασικά ήδη διατροφής. Και για την ώρα δε φαίνεται φως στο τούνελ.

Επίλογος
«Τέλους επί, σαμε φτα, ξοδο αδιε» (Βηθλεέμ Οργόνης, Νοέμβριος 1979). Που σημαίνει: «επί τέλους, φτάσαμε στο αδιέξοδο».
Χειμώνας 1979-80, συνέλευση του Φυσικού Τμήματος στο παλαιό κτίριο της Σόλωνος, για το νόμο 815, που τότε είχε αναστατώσει τα πανεπιστήμια. Στο βήμα ένας τύπος που βλέπαμε για πρώτη φορά. Μας συστήθηκε ως Βηθλεέμ Οργόνης και άρχισε να μιλάει κορακίστικα, πετώντας ατάκες σαν αυτήν που έγραψα παραπάνω. Όλοι μας ξαφνιαστήκαμε. Κνίτες και Πασπίτες κατελήφθησαν από ιερή αγανάκτηση γιατί ο ομιλητής «πρόσβαλε τα όργανά μας». Αλλά κι’εμείς οι άλλοι, αριστεριστές, ανένταχτοι και λίγα φρικιά, που συγκροτούσαμε το υπό διαμόρφωση μπλοκ των καταλήψεων, τα είχαμε λίγο χαμένα, καθώς δεν καταλαβαίναμε πού το πήγαινε ο μεγάλος.
Και όμως, ίσως να είχε δίκιο το παιδί. Υπάρχουν στιγμές που ο κυρίαρχος λόγος δεν σε βοηθάει να μπεις στην ουσία των πραγμάτων και να ξεπεράσεις το αδιέξοδο. Και τότε χρειάζεσαι έναν εναλλακτικό και αντισυμβατικό λόγο, που έστω και αν ακούγεται παράξενος και δεν ταιριάζει με αυτά που ξέρεις, μπορεί ίσως να σε οδηγήσει σε δημιουργικές διεξόδους.
Στο παρόν άρθρο κάναμε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε το μηχανισμό της εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης. Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι τί δέον γενέσθαι για να την ξεπεράσουμε. Και σε αυτό το σημείο ξεκινάει μια μεγάλη συζήτηση, που δε μπορεί να χωρέσει σε αυτό το κείμενο. Επιγραμματικά μόνο να πω ότι τα τελευταία 500 χρόνια η οικονομική ζωή στρέφεται γύρω από τη λογική του κέρδους. Ακόμα και στα καθεστώτα που αυτοπροσδιορίστηκαν ως σοσιαλιστικά, το κίνητρο του κέρδους αποδείχτηκε ισχυρότερο από το εξισωτικό πρόταγμα. Μετά το 1989, πολλοί έσπευσαν να μας διαβεβαιώσουν για την ανωτερότητα και την αποτελεσματικότητα του καπιταλισμού. Τώρα παίρνουμε μια γεύση των αντιφάσεών του και των αδιεξόδων του. Το ζητούμενο είναι το πώς μπορεί μια οικονομία να λειτουργήσει αποδοτικά και να καλύψει τις υλικές ανάγκες όλων χωρίς να σπαταλήσει αλόγιστα φυσικούς πόρους. Στα πλαίσια μιας τέτοιας προσέγγισης, το κίνητρο του κέρδους και του πλουτισμού θα πρέπει ίσως να αντικατασταθεί από μια αριστοτελική αντίληψη για το «ευ ζην», εμφορούμενη από το αίσθημα της ατομικής ευθύνης απέναντι στην ανθρώπινη κοινότητα και απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Και το μηχανιστικό κοσμοείδωλο της πραγμοποιημένης φύσης και κοινωνίας, που με τόση ενάργεια ανέλυσε ο Μαρκούζε στον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο», να δώσει τόπο σε μια νέα κοσμοθεώρηση που να χαρακτηρίζεται από τον ορθό λόγο και από την εναρμόνιση του ανθρώπου με το περιβάλλον του.

Γιώργος